Κοινωνία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Σκίτσο - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση
Επισκεφθείτε ΤΩΡΑ το site του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. www.anagnostis.org. Κλικ στην εικόνα

24/6/09

Αργολίδα: Ένα κλασσικό παράδειγμα κακοδιαχείρισης των πηγαίων υδατικών πόρων

Του Παναγιώτη Ντόντου, Γεωλόγου MSc – μελετητή

Η παράλια περιοχή της Δυτικής Αργολίδας αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες περιοχές της Ελλάδας σε ποσότητες νερού που εκφορτίζονται από καρστικά υδροσυστήματα. Οι ποσότητες νερού που εκφορτίζονται από πηγές οι οποίες υπόκεινται σε εκμετάλλευση από τον άνθρωπο υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 450x106 m3 ετησίως ενώ οι ποσότητες που αξιοποιούνται ανέρχονται σε 28x106 m3. Παρά τις τεράστιες ποσότητες που εκφορτίζονται από τις πηγές και τη σχετική εκμετάλλευση που υπόκεινται για αρδευτικούς και υδρευτικούς σκοπούς, την τελευταία τριετία συζητείται και σχεδιάζεται, λόγω προβλημάτων ποσότητας στις πηγές ύδρευσης, κατασκευή μονάδας αφαλάτωσης για την ύδρευση των πόλεων Άργους, Ναυπλίου και γενικότερα των οικισμών του Αργολικού Πεδίου, μια λύση που, ενώ έπρεπε να εξεταστεί ως έσχατη, υποκαθιστά την έλλειψη σχεδίου διαχείρισης υδατικών πόρων.
Η Αργολίδα είναι ο μικρότερος σε έκταση νομός της Περιφέρειας Πελοποννήσου (2.154.000 στρ) και ο τρίτος σε πληθυσμό (105.770 κάτοικοι, απογραφή 2001).
Ο σημαντικότερος τομέας στην οικονομία της Αργολίδας είναι ο τριτογενής με 52,1% του ΑΕΠ στο νομό και κύρια αιχμή του τον τουρισμό και ακολουθεί ο πρωτογενής τομέας με 29,6% του ΑΕΠ (Αραμπατζή-Καρρά και Συνεργάτες, 1998). Από τη συνολική έκταση της Αργολίδας τα 702.000 στρ. συνιστούν γεωργικές εκμεταλλεύσεις, εκ των οποίων τα 254.000 στρ. αρδευόμενες (στοιχεία ΕΣΥΕ, 1999-2000). Οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις στην περιοχή του Αργολικού Πεδίου-Ασίνης-Ιρίων ανέρχονται σε 257.000 στρ., ενώ οι αρδευόμενες σε 153.000 στρ.. Τέλος, στην περιοχή Αργολικού Πεδίου – Ασίνης - Ιρίων κατοικούν 68.758 άτομα, δηλ. το 65% του πληθυσμού, με το μεγαλύτερο μέρος να συγκεντρώνεται στις δύο πιο σημαντικές πόλεις του Νομού, την πρωτεύουσα Ναύπλιο (13.822) και το Άργος (24.239).
Οι τρεις παραπάνω τομείς (κάτοικοι, τουρισμός, γεωργία) αποτελούν επί πολλά χρόνια και θα αποτελούν και στο μέλλον τους βασικούς καταναλωτές των υδατικών πόρων της περιοχής. Η ικανοποίηση των αναγκών τα παλαιότερα χρόνια γινόταν με τη βοήθεια υδροληψιών (πηγαδιών και γεωτρήσεων) από τα υπόγεια νερά.
Για την επίλυση προβλημάτων υφαλμύρινσης, που παρουσιάστηκαν πριν από αρκετές δεκαετίες, προτάθηκε, υιοθετήθηκε και υλοποιήθηκε η λύση της σύλληψης και χρησιμοποίησης για άρδευση των πηγαίων νερών του Κιβερίου (Θάνος Μ., 1996).
Για την επίλυση των προβλημάτων ύδρευσης που δημιουργήθηκαν, κυρίως εξαιτίας της υπερβολικής αύξησης των νιτρικών αλάτων στα υπόγεια νερά, χρησιμοποιήθηκαν αρχικά (δεκαετία ’60) από την πόλη του Ναυπλίου και τα τελευταία χρόνια (2005) και από την πόλη του Άργους, με σχεδιασμό και για το υπόλοιπο Αργολικό Πεδίο, οι πηγές του οικισμού των Μύλων (Αμυμώνη, Λέρνη) οι οποίες παρείχαν αρκετό σε ποσότητα και καλό σε ποιότητα πόσιμο νερό.
Εξαιτίας ενός έντονου φαινομένου λειψυδρίας την τελευταία τριετία παρουσιάστηκαν φαινόμενα στείρευσης των πηγών (με εξαίρεση τις πηγές Κιβερίου) με αποτέλεσμα να παρατηρούνται διακοπές στην υδροδότηση των πόλεων, ακαταλληλότητα του νερού για ανθρώπινη κατανάλωση κ.α.. Οι ενέργειες των υπευθύνων προσανατολίστηκαν στη χρησιμοποίηση του νερού της πηγής Κιβερίου, που επαρκεί μεν να καλύψει τις ανάγκες, αλλά δεν είναι πόσιμο. Η επεξεργασία του με μονάδα αφαλάτωσης μελετάται για την εξασφάλιση στο μέλλον επαρκών ποσοτήτων νερού για ύδρευση (Γιαννουλόπουλος Π., Μαραβέγιας Δ., 2008).
Προσεκτικότερη ανάλυση των δεδομένων καταδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη επαρκών ποσοτήτων νερού αλλά ο ελλιπής, αποσπασματικός και κακός σχεδιασμός χρήσης αυτού. Η κατάσταση, λόγω της κακής διαχείρισης των υδατικών αποθεμάτων του Νομού, αναμένεται τα επόμενα χρόνια να επιδεινωθεί, καθώς σχεδιάζεται να επεκταθεί το υφιστάμενο αρδευτικό δίκτυο στην υπόλοιπη Αργολίδα (Λυγουριό, Επίδαυρος, Ερμιονίδα) χωρίς εμπεριστατωμένη και ολική προσέγγιση του ζητήματος και χωρίς να έχει τεθεί σε ισχύ το σχέδιο διαχείρισης υδατικών πόρων της Περιφέρειας Πελοποννήσου.

Υδατικά αποθέματα
Υδρογεωλογία

Στην Αργολίδα αναπτύσσονται τέσσερις κύριες υδρογεωλογικές ενότητες. Οι ενότητες αυτές διαχωρίζονται με βάση τον κυρίως τύπο του υδροφόρου συστήματος. Διακρίνουμε: το καρστικό σύστημα της Δυτικής Αργολίδας, τους κοκκώδεις υδροφορείς που αναπτύσσονται στο βύθισμα του Αργολικού Πεδίου και στην Ασίνη, το καρστικό σύστημα του Αραχναίου Όρους και το ρωγμώδες – καρστικό σύστημα στις περιοχές Τραχειά – Ερμιονίδα. Με εξαίρεση την πρώτη υδρογεωλογική ενότητα, που σε γενικές γραμμές παρουσιάζει μεγάλα αποθέματα και καλή ποιότητα νερού, οι υπόλοιπες τρεις ενότητες παρουσιάζουν προβλήματα επάρκειας και ποιότητας (κυρίως μεγάλες συγκεντρώσεις νιτρικών ή/και χλωριόντων).

Αλλουβιακοί υδροφόροι

Οι υδροφόροι αυτοί αναπτύσσονται στις Νεογενείς – Τεταρτογενείς λεκάνες του νομού και συνίστανται από λεπτομερή υλικά, όπως άμμους, αργίλους, ψηφίδες και κροκαλοπαγή, που εναλλάσσονται τόσο κατά την κατακόρυφη όσο και κατά την οριζόντια διεύθυνση. Στις ποικίλες μεταβολές της σύστασης (κοκκομετρίας) των σχηματισμών οφείλεται και η πολύ σημαντική διακύμανση της περατότητας αυτών, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται τεράστιες διαφορές στις παροχές των γεωτρήσεων που έχουν διανοιχθεί μέσα σ’ αυτούς και κυμαίνονται από 2-3 m3/h έως >150 m3/h.
Σε γενικές γραμμές αποτελούν τους περισσότερο εκμεταλλευόμενους υδροφόρους ορίζοντες, καθώς επάνω σ’ αυτούς αναπτύσσεται το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργειών του νομού και επομένως και η συντριπτική πλειοψηφία των ενεργών υδροληψιών (γεωτρήσεις και πηγάδια). Ενδεικτικά, το υδατικό ισοζύγιο των αλλουβιακών υδροφόρων του Αργολικού Πεδίου περιλαμβάνει μέσες ετήσιες εισροές από διάφορες πηγές (βροχόπτωση, διήθηση χειμάρρων, επιστρεφόμενες αρδευτικές ροές, απώλειες δικτύων άρδευσης, τεχνητό εμπλουτισμό, πλευρικές υπόγειες εισροές) της τάξης των 850x106 m3 (Γιαννουλόπουλος Π., 2000).

Πηγαία Ύδατα

Στη δυτική Αργολίδα παρατηρούμε πλήθος σημείων εκφόρτισης πολύ μεγάλων ποσοτήτων νερού είτε παραθαλάσσια (Κεφαλάρι, Λέρνη, Κρόη, Αμυμώνη), είτε υποθαλάσσια (Κιβέρι, Ανάβαλος) είτε και σε ορεινές περιοχές (Δούκα Βρύση, Κεφαλόβρυσο, Αχλαδόκαμπος, Νεοχώρι, Καπαρέλι). Με εξαίρεση τις ορεινές πηγές, που είναι τοπικής σημασίας, οι σημαντικότερες πηγές από πλευράς ποιότητας, παροχής και θέσης είναι οι πηγές Κεφαλαρίου, Λέρνης, Κρόης και Κιβερίου.
Η πηγή του Κεφαλαρίου παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις στην παροχή της, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 25-140x106 m3 ανά έτος (Πουλοβασίλης κ.α., 1996), ενώ στο τέλος της ξηρής περιόδου η παροχή συνήθως μηδενίζεται. Την τριετία 2006-2008 η πηγή δεν είχε καθόλου παροχή καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Η πηγή της Λέρνης έχει συνεχή ροή και ετήσιες παροχές ανάλογες με αυτές του Κεφαλαρίου αλλά μικρότερες διακυμάνσεις, με τιμές που κυμαίνονται μεταξύ 19-63,5x106 m3 (Πουλοβασίλης κ.α., 1996).
Η πηγή της Κρόης (Αμυμώνης) έχει ετήσιες παροχές που κυμαίνονται μεταξύ 3,8-11,3x106 m3 (Πουλοβασίλης κ.α., 1996).
Οι πηγές του Κιβερίου είναι μια ομάδα παράκτιων – υποθαλάσσιων καρστικών πηγών. Μετρήσεις παροχής των πηγών μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν μετά την κατασκευή του φράγματος, αλλά κράτησαν μόνο για ένα περίπου χρόνο (Νοέμβριος ’71 – Σεπτέμβριος ’72) και έδειξαν μια ετήσια παροχή της τάξης των 409x106 m3.
Η ποιότητα του νερού που εκφορτίζεται από τις εν λόγω πηγές είναι από χημικής απόψεως εντός των ορίων ποσιμότητας, με εξαίρεση την πηγή Κιβερίου η οποία, πέραν των χλωριόντων (συνήθως >250 mg/lt), παρουσιάζει αυξημένες συγκεντρώσεις σιδήρου, μαγγανίου και οριακές συγκεντρώσεις μολύβδου (Γιαννουλόπουλος Π., Μαραβέγιας Δ., 2008). Το νερό του Κιβερίου μπορεί γενικά να χρησιμοποιηθεί για άρδευση σε εναλλαγή όμως με καλύτερο ποιοτικά νερό, καθώς με αποκλειστική χρήση του προβλέπεται η απόθεση μεγάλων ποσοτήτων αλάτων στο καλλιεργούμενο έδαφος.

Υφιστάμενες υποδομές
Άρδευση

Τα πρώτα συλλογικά αρδευτικά δίκτυα κατασκευάστηκαν τη δεκαετία του ’60 για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών πέριξ των πηγών Κεφαλαρίου – Λέρνης, απ’ όπου αντλούσαν νερό. Στη συνέχεια κατασκευάστηκαν δίκτυα για την περιοχή Ασίνης – Λευκακίων που μετέφεραν νερό από την πηγή Κιβερίου, όπου και έγιναν τα πρώτα έργα σύλληψης του νερού (Ζυμής, 1990). Το 1970 στην πηγή αυτή κατασκευάστηκε ένα από τα ελάχιστα παγκοσμίως έργα σύλληψης καθαρού νερού από υποθαλάσσιες καρστικές πηγές μέσα στην ίδια τη θάλασσα, ένα ημικυκλικό φράγμα με θυρίδες που ανοιγοκλείνουν ώστε να διατηρούν τη στάθμη του νερού εντός του φράγματος υψηλότερα από τη στάθμη της θάλασσας. Για την άντληση του νερού έχουν εγκατασταθεί 4 αντλίες με δυνατότητα άντλησης 40.000 m3/h, ενώ υπάρχει χώρος για τοποθέτηση και 5ης αντλίας με 12.000 m3/h.
Σήμερα το συλλογικό αρδευτικό δίκτυο του Αναβάλου περιλαμβάνει αγωγούς μεταφοράς νερού συνολικού μήκους 80 km περίπου. Τα 35 km περίπου αποτελούνται από ανοιχτούς τσιμεντένιους αγωγούς, τραπεζοειδούς διατομής, ενώ τα υπόλοιπα από κλειστούς υπόγειους αγωγούς. Η κίνηση του νερού γίνεται με τη βοήθεια 10 αντλιοστασίων και 4 λιμνοδεξαμενών, συνολικής χωρητικότητας 76.000 m3. Πέραν των αγωγών μεταφοράς έχουν κατασκευαστεί αρκετά χιλιόμετρα δευτερευόντων αγωγών και αρδευτικών δικτύων, αλλά και 6 λιμνοδεξαμενές συνολικής χωρητικότητας 18.000 m3 για τους τελικούς χρήστες. Όπου ο αγωγός είναι ανοιχτής διατομής, η άρδευση γίνεται κατά κανόνα με την απαρχαιωμένη μέθοδο της κατάκλυσης, καταναλώνοντας πολύ μεγαλύτερες ποσότητες νερού απ’ όσες χρειάζονται.
Από στοιχεία του Γ.Ο.Ε.Β. Αργοναυπλίας προκύπτει ότι οι εκτάσεις που εξυπηρετούνται από αυτόν ανέρχονται σε 50.000 στρ., σε σύνολο 153.000 στρ. της περιοχής μελέτης, ενώ ο σχεδιασμός του έργου μπορεί θεωρητικά να καλύψει συνολικά 180.000 στρ.. Τα τελευταία τρία χρόνια αντλήθηκαν κατά την αρδευτική περίοδο 13-15x106 m3 νερού ετησίως, εξαιτίας προβλημάτων συντήρησης των κεντρικών αντλιοστασίων. Οι απώλειες μέχρι τον τελικό καταναλωτή, λόγω ανοιχτής διατομής του αγωγού και διαρροών του ασυντήρητου δικτύου, εκτιμάται ότι φθάνουν το 40% της αρχικά αντληθείσας ποσότητας. Με βάση τα σχέδια της Ν.Α. Αργολίδας τα δίκτυα θα επεκταθούν και στις περιοχές Επιδαυρίας και Ερμιονίδας, όπου υπάρχουν περίπου 50.000 στρ. καλλιεργούμενων εκτάσεων.
Πέρα από τις εκτάσεις που εξυπηρετούνται από τα συλλογικά αρδευτικά δίκτυα (οι οποίες στην πλειοψηφία τους εξυπηρετούνται και από υπόγεια ύδατα σαν εναλλακτική λύση ή για παγοπροστασία), οι υπόλοιπες εκτάσεις εξυπηρετούνται αποκλειστικά από γεωτρήσεις ή πηγάδια. Παρότι δεν υπάρχουν έγκυρα στοιχεία για τον αριθμό των ιδιωτικών υδροληψιών, εκτιμάται ότι στην περιοχή μελέτης είναι ηλεκτροδοτημένες – και εν δυνάμει ενεργές – περί τις 7.000 υδροληψίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των πηγών Λέρνης, Κρόης και Κεφαλαρίου υπολογίζεται ότι υπάρχουν 17.500 στρ. με εσπεριδοειδή και οπορωφόρα, τα οποία αρδεύονται αποκλειστικά από περίπου 570 γεωτρήσεις που έχουν καταγραφεί στην περιοχή, παρότι από εκεί περνά το αρδευτικό δίκτυο.

Ύδρευση

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 η πόλη του Ναυπλίου έχει εξασφαλίσει την ύδρευσή της από την πηγή Αμυμώνης, στην περιοχή του οικισμού των Μύλων. Από το 1988 χρησιμοποιείται και η πηγή της Λέρνης. Για τις ανάγκες της άντλησης και μεταφοράς έχουν κατασκευαστεί δύο αντλιοστάσια με δυνατότητα συνολικής άντλησης 600 m3/h και μεταλλικός υπόγειος αγωγός μήκους 13 km. Το όλο σύστημα διαχειρίζεται η ΔΕΥΑ Ναυπλίου.
Από το 2003 και η πόλη του Άργους – που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε γεωτρήσεις με νερό ακατάλληλο λόγω υψηλών συγκεντρώσεων νιτρικών – άρχισε να χρησιμοποιεί την πηγή της Λέρνης για την υδροδότησή της. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκε αντλιοστάσιο με δυνατότητα άντλησης 500 m3/h και αγωγός D.I. μήκους 10 Km. Το όλο σύστημα διαχειρίζεται η ΔΕΥΑ Άργους.
Από τις δύο ΔΕΥΑ εξυπηρετούνται σήμερα περίπου 52.000 άτομα, ενώ προγραμματίζεται να επεκταθεί η υδροδότηση σε όλη την έκταση της περιοχής μελέτης, δηλ. σε συνολικό πληθυσμό 69.000 ατόμων περίπου.
Τέλος, η ΔΕΥΑ Ναυπλίου εξυπηρετεί και το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής υποδομής της Αργολίδας (Ναύπλιο, Τολό), δηλ. τουριστικές εγκαταστάσεις και επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης.

Χρήσεις νερού – εκτίμηση αναγκαίων ποσοτήτων

Στην Αργολίδα εκτιμάται ότι η κατανάλωση νερού στη γεωργία φθάνει το 92% των χρησιμοποιούμενων υδατικών πόρων (ποσοστό πολύ μεγαλύτερο του εθνικού μέσου όρου) και πιθανόν σ’ αυτό δε συνυπολογίζονται οι τεράστιες ποσότητες νερού που αντλούνται το χειμώνα για παγοπροστασία, αποκλειστικά από υπόγεια ύδατα.
Χρησιμοποιώντας τους συντελεστές της ΚΥΑ Φ16/6631/1989 (ΦΕΚ 428/Β΄/2-6-89) εκτιμάται ότι για την ικανοποίηση των αρδευτικών αναγκών των 153.000 στρ. της περιοχής μελέτης απαιτούνται 92-110x106 m3 νερού ετησίως. Αφού μόνο το 15% περίπου καλύπτεται από τα συλλογικά αρδευτικά δίκτυα, το υπόλοιπο 85% (περίπου 78-93x106 m3) προέρχεται από τις γεωτρήσεις και τα πηγάδια.
Παρά το γεγονός ότι δε μπορούν να υπάρξουν αξιόπιστοι υπολογισμοί των ποσοτήτων του νερού που αντλείται κατά τη διάρκεια του χειμώνα για παγοπροστασία, εκτιμάται ότι φθάνουν το 35% των αναγκαίων ποσοτήτων για άρδευση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι την άνοιξη του 2008 – σε συνθήκες ολικού παγετού – στην περιοχή μεταξύ των πηγών Λέρνης, Κρόης και Κεφαλαρίου οι γεωτρήσεις που προαναφέρθηκαν (με μέση παροχή 50 m3/h έκαστη) λειτούργησαν ταυτόχρονα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 60 ωρών, με σκοπό την παγοπροστασία. Υπολογίζεται ότι σ’ αυτό το διάστημα αντλήθηκαν τουλάχιστον 1,71x106 m3 νερού, όταν για άρδευση απαιτούνται 10,56-12,66x106 m3.
Πέραν των μόνιμων κάτοικων, στην περιοχή μελέτης υπάρχουν στρατώνες, φυλακές, νοσοκομεία, τουριστικές εγκαταστάσεις καθώς και κοινόχρηστες εκτάσεις πρασίνου. Με βάση την ΚΥΑ Δ11/Φ16/8500/22-03-1991 (ΦΕΚ 174/Β΄/26-03-1991) και το Π.Δ. 53/2002 (ΦΕΚ 43/Α΄/7-3-2002) οι υδρευτικές ανάγκες υπολογίζονται σε 812,85 m3/h ή 6,75x106 m3 ετησίως.
Τέλος, μια σημαντική χρήση που γίνεται στα πηγαία νερά της Αργολίδας αφορά στη χρησιμοποίηση της πηγής Κεφαλαρίου για εμπλουτισμό των υπόγειων υδροφόρων (Πουλοβασίλης κ.α., 2002). Ξεκίνησε ερευνητικά από τη δεκαετία του ’60 και από το 1990 μέχρι το 2004 διοχετεύονταν στους υπόγειους υδροφορείς κατά μέσο όρο περί τα 5,8x106 m3 νερού ετησίως, με εξαίρεση τη διετία 1999-2000 που λόγω ανακατασκευής τμημάτων της διώρυγας και διαφόρων διοικητικής φύσης ελλείψεων δεν πραγματοποιήθηκε εμπλουτισμός. Επίσης και από το 2005 έως το 2008 δεν πραγματοποιήθηκε εμπλουτισμός για διάφορους λόγους (έλλειψη περιβαλλοντικών όρων, στείρευση πηγών). Οι δαπάνες του όλου εγχειρήματος από το 1990 μέχρι το 2004 ανήλθαν σε 693.878,31 € (στοιχεία της Υ.Ε.Β. Αργολίδας).

Προβλήματα από την υφιστάμενη διαχείριση του νερού

Τα προβλήματα που παρουσιάζονται σήμερα στα υδατικά αποθέματα της Αργολίδας χωρίζονται σε ποιότητας και ποσότητας. Οφείλονται δε είτε σε φυσικά αίτια είτε σε ανθρώπινες δραστηριότητες. Επίσης παρατηρείται αδυναμία χρήσης των αρδευτικών δικτύων λόγω προβληματικού σχεδιασμού και ελλιπούς συντήρησης.
Αναλυτικότερα, τα προβλήματα ποιότητας που οφείλονται σε ανθρώπινες δραστηριότητες αφορούν στην αυξημένη συγκέντρωση, στα υπόγεια νερά των αλλουβιακών υδροφόρων, νιτρικών ιόντων (εξαιτίας της υπερβολικής χρήσης λιπασμάτων από τους καλλιεργητές της περιοχής) και χλωριόντων (εξαιτίας της διείσδυσης του θαλασσινού νερού λόγω υπεραντλήσεων). Στο μεγαλύτερο μέρος του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα παρουσιάζονται περιεκτικότητες σε χλωριόντα μεγαλύτερες των 250 mg/lt (μέχρι 1000 mg/lt) και μόνο κοντά στις δυτικές παρυφές του Αργολικού Πεδίου, όπου έχουμε μεγάλη πλευρική τροφοδοσία, οι τιμές αυτές ήταν μικρότερες (στοιχεία Μαΐου 2008 της Υ.Ε.Β. Αργολίδας).
Τα προβλήματα ποσότητας που οφείλονται σε ανθρώπινες δραστηριότητες αφορούν στη δραματική ταπείνωση της στάθμης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, που κατά περιόδους φθάνει και σε απόλυτα υψόμετρα -30 m. Στο μεγαλύτερο μέρος του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα υπήρχαν το Μάιο του 2008 αρνητικές πιεζομετρικές στάθμες, που φθάνουν μέχρι και -20 m (στοιχεία Υ.Ε.Β. Αργολίδας).
Επίσης, η λειτουργία εξαιρετικά μεγάλου αριθμού υδροληψιών, πολλές εκ των οποίων εκμεταλλεύονται απ’ ευθείας τον καρστικό υδροφόρο που εκφορτίζουν οι πηγές Κεφαλαρίου, Λέρνης και Κρόης, οδηγεί στην πτώση της απόδοσης ή στη στείρευση αυτών. Η πηγή της Λέρνης το καλοκαίρι του 2008 είχε παροχή λιγότερο από 400 m3/h (στοιχεία ΥΕΒ Αργολίδας) με συνέπεια να ενισχυθεί το δίκτυο ύδρευσης με ακατάλληλο νερό από τις πηγές Κιβερίου.
Τα προβλήματα ποιότητας που οφείλονται σε φυσικά αίτια αφορούν στην αυξημένη συγκέντρωση χλωριόντων στα νερά της πηγής Κιβερίου, κάτι που, κατά την κρατούσα επιστημονική αντίληψη, οφείλεται σε ανάμιξη του γλυκού με το αλμυρό νερό στο εσωτερικό του καρστικού συστήματος και όχι στις εκβολές των πηγών (Zojer Η., 2008). Υπάρχει όμως και μια άλλη επιστημονική άποψη που θεωρεί ότι η ανάμιξη του αλμυρού με το γλυκό νερό γίνεται στις εκβολές ή πολύ κοντά σ’ αυτές, με κυριότερη αιτία τον ανύπαρκτο καθαρισμό της λεκάνης του φράγματος σε τακτική βάση.
Τα προβλήματα ποσότητας που οφείλονται σε φυσικά αίτια αφορούν στις μειωμένες παροχές των πηγών και στην ανεπαρκή αναπλήρωση των υπόγειων αποθεμάτων, εξαιτίας της καθοδικής τάσης των βροχοπτώσεων και κυρίως των χιονοπτώσεων που παρατηρείται σε υπερετήσια βάση.
Το σημερινό καθεστώς διαχείρισης των υδάτινων πόρων της Αργολίδας (επιφανειακών και υπόγειων) έχει προκαλέσει μια εντελώς ανορθολογική χρήση, με αποτέλεσμα όχι μόνο να υπάρχουν προβλήματα ποιότητας στο νερό που χρησιμοποιείται, αλλά και να εμφανίζονται προβλήματα ανεπάρκειας των αναγκαίων ποσοτήτων για ύδρευση (ανάγκη απόλυτης προτεραιότητας).
Τα προβλήματα ύδρευσης κατά την περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου των ετών 2007 και 2008 πήραν εκρηκτικές διαστάσεις. Στο Ναύπλιο πραγματοποιήθηκαν το 2007 καθημερινές πολύωρες διακοπές στην υδροδότηση, ενώ το 2008 διοχετεύτηκαν στο δίκτυο ποσότητες μη πόσιμου νερού από την πηγή Κιβερίου. Στο Άργος, και τα δύο χρόνια, διοχετευόταν μη πόσιμο νερό είτε από τις υπάρχουσες γεωτρήσεις (2007) είτε από την πηγή του Αναβάλου (2008).
Για την οριστική επίλυση του προβλήματος προτάθηκε η χρήση – μετά από επεξεργασία (αφαλάτωση) – του επιβαρυμένου σε χλωριόντα νερού της μοναδικής πηγής που διαχρονικά παρέχει ανελλιπώς πολύ μεγάλες ποσότητες, αυτής του Κιβερίου (Γιαννουλόπουλος & Μαραβέγιας, 2008). Η ενέργεια αυτή, παρότι φαινομενικά θα λύσει τα προβλήματα επάρκειας νερού – τους καλοκαιρινούς μήνες – θα σημάνει είτε την υπέρμετρη επιβάρυνση των καταναλωτών (εξαιτίας αυξημένου κόστους επεξεργασίας) είτε την κατασπατάληση χρημάτων σε ένα έργο που θα έχει εντελώς ευκαιριακή λειτουργία (όταν και όποτε παρατηρείται λειψυδρία). Όλα αυτά όχι μόνο δε συμβάλλουν στην ορθολογική διαχείριση, αλλά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ακόμη μεγαλύτερη όξυνση των προβλημάτων.
Παρ’ ότι σήμερα σχεδιάζεται επέκταση του αρδευτικού δικτύου και σε άλλες περιοχές της Αργολίδας, οι καλλιεργητές πέριξ των πηγών Κιβερίου, Λέρνης και Κεφαλαρίου εξακολουθούν να χρησιμοποιούν γεωτρήσεις και πηγάδια, επιδεινώνοντας την πτώση της παροχής των πηγών. Να σημειωθεί ότι το δίκτυο του Αναβάλου διέρχεται στην κυριολεξία μέσα από τις καλλιέργειές τους, αλλά δεν το χρησιμοποιούν είτε γιατί δεν είχε προβλεφθεί στον αρχικό σχεδιασμό είτε γιατί αρδεύουν πλέον με σύγχρονα συστήματα (στάγδην άρδευση) και όχι με κατάκλυση.

Συμπεράσματα

Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα κάτωθι συμπεράσματα:
Στην περιοχή της Δυτικής Αργολίδας υπάρχει ένα πηγαίο υδατικό δυναμικό που μπορεί να καλύψει σε σημαντικό βαθμό τις ανάγκες ύδρευσης και άρδευσης τουλάχιστον της περιοχής του Αργολικού Πεδίου αν όχι όλου του νομού.
Προς την κατεύθυνση της εκμετάλλευσης των πηγών για ύδρευση και άρδευση έχουν γίνει – αν και τμηματικά – σημαντικά έργα τα οποία όμως στον τομέα της άρδευσης έχουν σε σημαντικό βαθμό απαξιωθεί, λόγω απαρχαιωμένου σχεδιασμού και ελλιπέστατης συντήρησης.
Η άρδευση μέσω των συλλογικών δικτύων γίνεται σε σημαντικό ποσοστό με την απαρχαιωμένη μέθοδο της κατάκλυσης, δηλ. με μη αποδοτικό τρόπο. Σ’ αυτή την κατασπατάληση του νερού θα πρέπει να προστεθούν και οι μεγάλες απώλειες κατά τη μεταφορά αυτού με τα υφιστάμενα δίκτυα.
Παρά τη δυνατότητα χρήσης των πηγαίων νερών για κάλυψη των αρδευτικών αναγκών (ειδικά πέριξ των πηγών που χρησιμοποιούνται για ύδρευση), η άρδευση γίνεται κατά κύριο λόγο από υπόγεια νερά, μέσω γεωτρήσεων και πηγαδιών, λόγω των προβλημάτων των υφιστάμενων συλλογικών δικτύων.
Η προσπάθεια εμπλουτισμού με χρήση των πηγαίων νερών (η οποία αρχικά έγινε σε ερευνητικό στάδιο) δεν έχει μέχρι σήμερα τεθεί σε πλήρη επιχειρησιακή εφαρμογή. Διαχρονικά η χρηματοδότηση του έργου αυτού κρίνεται μάλλον ανεπαρκής.
Αυτονόητες ενέργειες, όπως συντήρηση φραγμάτων και ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού, συντήρηση, αναβάθμιση και εκσυγχρονισμός των δικτύων, κατάργηση της άρδευσης με κατάκλυση, άρδευση περιοχών πέριξ των πηγών με τα νερά αυτών και όχι από υπόγειες υδροληψίες κ.α., δε γίνονται από κανέναν εξαιτίας και της έλλειψης σχεδίου διαχείρισης υδατικών πόρων.
Η (κατα)χρήση των υπόγειων νερών για τη γεωργική παραγωγή οδηγεί σε προβλήματα, όπως υπερβολική πτώση της στάθμης τους, διείσδυση του θαλασσινού νερού και πτώση της παροχής των πηγών, το νερό των οποίων χρησιμοποιείται για ύδρευση.
Η έλλειψη διαχειριστικών σχεδίων, σε συνδυασμό με τις υπερετήσιες μεταβολές του καιρού και τους κύκλους ξηρασίας, δημιουργεί εκρηκτικά προβλήματα σε ζητήματα πρώτης προτεραιότητας, όπως αυτό της ύδρευσης των πόλεων.
Η προσπάθεια άμεσης επίλυσης των προβλημάτων οδηγεί σε κακοσχεδιασμένες λύσεις αντιμετώπισης των συμπτωμάτων και όχι σε ορθολογικές ενέργειες άρσης των αιτίων. Η χρήση επεξεργασμένου νερού (αφαλάτωση) για ύδρευση των πόλεων – σε μια περιοχή όπου τα πηγαία νερά υπερεπαρκούν εάν γίνει σε αυτά μια σωστή διαχείριση – θα οδηγήσει σε αύξηση της οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών ή κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος.

Υγεία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ