Κοινωνία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Σκίτσο - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση
Επισκεφθείτε ΤΩΡΑ το site του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. www.anagnostis.org. Κλικ στην εικόνα

9/8/13

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Το τέλος της πρώτης εφηβείας του νεαρού Χαμπή ήταν ένα οργισμένο ταξίδι ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες. Από την μια μεριά σε ατομικό επίπεδο ο υπέρμετρα αυστηρός πατέρας και από την άλλη σε συλλογικό επίπεδο ο δυνάστης Άγγλος. Για τον δυνάστη της πατρίδας προτίμησε την σύγκρουση και η λύτρωση δόθηκε μέσα από την δράση του στην ΕΟΚΑ, εκεί ο αγώνας σχεδόν δικαιώθηκε και η Κύπρος όδευε προς την ανεξαρτητοποίηση. Για το ψυχολογικό αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε με τον πατέρα αφέντη προτίμησε την φυγή. Αναζήτησε το χρυσόμαλλο δέρας στην Αγγλική πρωτεύουσα, αλλά στα σενάρια της ζωής σπάνια υπάρχει μια Μήδεια να βάλει ένα χέρι βοήθειας. Μετά από πολλές περιπέτειες έστρωσε την ζωή του στο Λονδίνο.  Με την «βοήθεια» μεγαλύτερων συγχωριανών του έμαθε την ζωή του «άλλου κόσμου» όπως έλεγε και ίδιος. Πιθανόν γιατί οι ηδονές της νύχτας και του τζόγου μπορεί να σε οδηγήσουν στις οδύνες του άλλου κόσμου, μια ζωή στο ρίσκο έχει και τις πτώσεις της. Αν και είχε αρκετές εμπειρίες στην ζωή ελάχιστες είχε με το χρήμα, όσα δούλευε τόσα δεν βαστούσε. Ποτά, άλογα, σκύλοι του έτρωγαν την καθημερινή του βιοπάλη, άμα αρρωστήσεις με αυτά ούτε γρόσι δεν σου μένει. Αλλά μέσα στο νεανικό του μυαλό οι πρωτόγνωρες εμπειρίες του έδιναν μια πρώτη γεύσης χαράς, μια πρώτη επιβεβαίωση ότι πέρασε στον κόσμο των ενηλίκων. Από την παρέα των μεγάλων έμαθε ότι ο συνονόματος και συγχωριανός του ο Χαμπής ήταν εγκατεστημένος στο Μπέρμιγχαμ, δούλευε στο κουρείο του θειου του. Επικοινώνησε μαζί του.
-Δύσκολα τα πράγματα στο Μπέρμιγχαμ, κουρείο σπίτι , σπίτι κουρείο είναι και αυστηρός ο θείος. Γίνεται να βρεις καμιά κάμαρη να έρθω και εγώ στο Λονδίνο;
-Θα κανονίσω τέσσερις μέρες ντέι όφ*και θα τα πούμε.
Πράγματι έτσι έγινε, κανόνισε να πάρει τα δυο ρεπό δυο εβδομάδων στα μαγειρεία του νοσοκομείου που δούλευε και βρέθηκε στο Μπέρμινχαμ. Τον φιλοξένησε ο θειος του φίλου του. Το βράδυ ενώ κοιμόταν τον περίμενε η έκπληξη του ταξιδιού.
-Ξέρεις Χαμπή τι μου είπε ο θείος μου;
-Πώς να ξέρω, αφού εσένα σου είπε.
-Μου είπε να αρραβωνιαστείς την μια από τις κόρες του.
-Ποια ρε; Αν είναι η μικρή, εντάξει.
-Οϊ,*  την μεγάλη.
-Μα τι να την κάνω. Εγώ 18 αυτή 25, να της φωνάζω μάμα;
-Μα πρέπει να φύγει η μεγάλη πρώτα.
-Και τι είμαι εγώ, ο σωτήρας;
Ο νεαρός Χαμπής βρέθηκε για άλλη μια φορά σε αδιέξοδο αλλά τώρα ήξερε η φυγή ήταν η καλύτερη λύση. Πρωί- πρωί τα μαζεύει και νέφος επιστρέφει στο Λονδίνο. Τον φίλο δεν τον ξέχασε, βρήκε κάμαρη και για τους δυο. Ο φίλος πάλι κουρέας στο Λονδίνο, σε μαγαζί  πρώτου  ξάδελφου  αυτή την φορά. Φαίνεται όσο μειωνόταν ο βαθμός συγγένειας με το αφεντικό μεγάλωνε η ελευθερία του . Και όταν λέμε κάμαρη εννοούμε κυριολεκτικά μια κάμαρη , η τουαλέτα κοινή με τους άλλους, για μπάνιο στα δημόσια λουτρά και για κουζίνα μαγειρέματος ένα μικρό γκαζάκι στην εσοχή της σκάλας καθώς έπαιρνε στροφή για τον πάνω όροφο. Σε εκείνη την γωνιά είδε ο φίλος του Χαμπή και μελλοντικός κουνιάδος του να τηγανίζει τα παπούτσια του.
-Ρε φίλε πεινάω ( του είπε ένα βράδυ ο Χαμπής)  δεν καθαρίζεις και εσύ καμία πατάτα.
-Δεν πεινάω, δεν καθαρίζω τίποτα!
Ο Χαμπής καθαρίζει τις πατάτες, ρίχνει λάδι στο τηγάνι και ρίχνει και δυο αυγά μέσα. Επιδέξιος μάγειρας αλλά καθώς κουνούσε το τηγάνι για να πάει το λάδι παντού του γυρίζει και πέφτει το λάδι μέσα στα παπούτσια του . Τα παπούτσια τα άφηνε έξω από την κάμαρη κάτω από το τραπεζάκι με το γκάζι. Ο συνονόματος φίλος πήγε να βάλει τα γέλια με το πάθημα του αλλά γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια όταν τον είδε να γυρίζει τα παπούτσια και να τα βουτά ανάποδα  μέσα  στο τηγάνι για να σώσει όσο λάδι μπορούσε.
-Τι κοιτάς ρε, το λάδι είναι πιο ακριβό από τα αυγά και τις πατάτες!!!
Τελικά τα κατάφερε και με όσο λάδι έσωσε από τα «τηγανητά παπούτσια» ετοίμασε το δείπνο του. Ανεξάρτητα από το θέαμα των «τηγανητών παπουτσιών» το ένστικτο της πείνας άρχισε να λειτουργεί και στον κουρέα.
-Λέω να φάω και εγώ! ( Του λέει με ένα ανιχνευτικό χαμόγελο.) Ότι είναι να πάθεις εσύ, θα το πάθω και εγώ.
-Ναι, αλλά τα παπούτσια που τηγάνισα είναι τα δικά μου!
Η νοσταλγία  για την Κύπρο ξύπνησε πάλι μέσα του όταν έμαθε από τους φίλους του ότι πρέπει να βγάλει καινούργιο διαβατήριο. Έφυγε με διαβατήριο  επί  αποικιοκρατίας και θα γύριζε σε ανεξάρτητο κράτος. Πήγε στο ταξιδιωτικό γραφείο ενός Κύπριου και του εξηγεί τι θέλει.
-Πήγαινε στην κοπέλα να σου γεμώσει*  τις φόρμες*  και θα πάρεις το διαβατήριο.
-Πάρε τις φόρμες να σου τις υπογράψει ο πατέρας σου γιατί είσαι ανήλικος.
-Μα δεν έχω πατέρα κυρία.
-Πως δεν έχεις πατέρα;
-Είναι στην Κύπρο, που να τον βρω τώρα, ( ήθελε να της πει ότι δεν τον βρήκε ποτέ αλλά κρατήθηκε, πήρε εκείνο το μισό χαμόγελο , κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι του κρατώντας τα χείλη του σε μειδίαμα και ετοιμάστηκε να βγει έξω), υπογραφή είπες ότι θέλεις έτσι. (Βγαίνει έξω και βλέπει ένα μελαχρινό νεαρό να περπατά στο δικό του πεζοδρόμιο) Φίλε Κύπριος είσαι ; (Ο άλλος του κούνησε καταφατικά με ενθουσιασμό το κεφάλι του ) Έλα μέσα και σε θέλω.( Πάνε μαζί στην κοπέλα) Να ο πατέρας μου  για να υπογράψει.
-Μα είναι πιο μικρός από εσένα;
-Έλα δω ( λέει στον αποσβολωμένο νεαρό) εσύ δεν είσαι ο παπάς μου, ο τζύρης* μου;
-Μα σε ξέρω;
-Με ξέρεις και με παραξέρεις , βάλε μια υπογραφή να πάρω διαβατήριο και τα άλλα τα συμπληρώνω εγώ.
Ο υπεύθυνος του γραφείου με δυσκολία κρατούσε τα γέλια για τον ευρηματικό και θρασύ  πατριώτη του, ο ξένος υπόγραψε αμήχανα και έφυγε από τότε δεν έχουν ξαναβρεθεί. Μετά από δυο εβδομάδες  ξανά στο πρακτορείο με τον υπεύθυνο.
-Φίλε ακόμα μια υπογραφή, ξέρεις εσύ  ( του είπε με νόημα)  και το πήρες. Ή  φυλακή ή διαβατήριο θα σου προκύψει.
-Σικιμέ *( μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του) .
-Τι είπες ;
-Τίποτα, θα σου την φέρω και σήμερα. ( Πάει αμέσως στον πρώτο ξάδελφο το αφεντικό του άλλου Χαμπή) Μάστρε* θέλω μια υπογραφή ότι μπαμπάς μου είναι εδώ και δουλεύει κοντά σου.
-Χαμπή, έχω  τρία παιδιά.
-Εγώ δεν έχω κάνει ακόμα. Βάλε μια υπογραφή και τα βρήκαμε.
Μετά από δυο εβδομάδες του τηλεφωνεί ο διευθυντής του πρακτορείου.
-Ήρθε το διαβατήριο, μα ποιος είσαι φίλε μου;
-Το λένε τα χαρτιά σου, ο Χαμπής από το Ξυλοφάγου.
Με τις τελευταίες του 85 λίρες βγάζει αεροπορικό εισιτήριο και πρώτη Μαΐου 1961 φτάνει στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Δεν το είχε πει σε κανένα, δεν τον περίμενε κανένας, μόνος και έρημος από τότε . Είχε μείνει πανί με πανί αλλά πήρε ταξί για να πάει σπίτι του. Την είσοδο του σπιτιού έφραζε μια μεγάλη πόρτα.
-Φίλε γύρνα το αμάξι να κοιτάει αυτή την πόρτα και παίξε την πουρού*. (Πατάει μια δυο φορές την κόρνα ο οδηγός  την τρίτη φορά βγαίνει έξω η Ανδριανού. Της πήρε λίγα δευτερόλεπτα να τον αναγνωρίσει έτσι όπως είχε αδυνατίσει.
-Εγώ είμαι μάμα.
-Ε, το γιό μου. (Αγκαλιές, φιλιά, κλάματα η Ανδριανού.)
-Μάμα, πήγαινε να φέρεις κανένα πεντόλιρο να πληρώσουμε το ταξί.
-Όπως πήγες, ήρθες γιέ μου!!!!
Η Ανδριανού πράγματι ξετρύπωσε από το κομπόδεμα της ένα πεντόλιρο και του το έφερε. Η κούρσα έκανε 3,5 λίρες, ο ταξιτζής  μπαίνει μέσα στο αμάξι να ψάξει για ρέστα.
-Κράτα ρε φίλε τα ρέστα, δικό μου ήταν το πεντόλιρο;
Μετά από λίγα λεπτά ο Χαμπής έπινε το πρώτο του καφεδάκι στο πατρικό του, ακουμπούσε τις γυμνές πατούσες στο χώμα της αυλής. Ένοιωθε κάτω από το πέλματα τις ρίζες του τόπου του. Έριξε και μια κλεφτή ματιά στην ταράτσα που είχε στήσει την τελευταία του παράγκα πριν φύγει.
-Που είναι ο μπάρμπας μάμα ; (Εννοούσε τον πατέρα του).
-Μόλις έφυγε γιέ μου, αλλά είπε μου, κάτι μέσα του  έλεγε ότι θα έχουμε ξένο !!!
 -Θα είδε καμία μπουμπουρία*  για να πει για ξένο!!!
Μετά από λίγο έρχεται ο πατέρας του ο Λαμπρής, μόλις κατέβαζε στο πιατάκι το φλιτζάνι ο Χαμπής.  Υγρή ζεστή ατμόσφαιρα και απόλυτη σιωπή, ανοιγοκλείνει τα μάτια και κοιτά συνεχώς τον γιό του σα να βλέπει φάντασμα. Αποφασίζει πρώτος ο Χαμπής να σπάσει την εκρηκτική σιωπή.
-Εγώ είμαι. ( Χωρίς να πει τίποτα ο πατέρας του, γυρίζει την πλάτη και φεύγει)
Τί συνέβη  Ανδριανού, αυτή την σκηνή δεν την καλοπιάνω.
-Ε, συγκινήθηκε γιέ μου, συγκινήθηκε!!! (συνεχίζεται)

*ντει όφ = ρεπό, οϊ= όχι, γεμώσεις = συμπληρώσεις , φόρμες = έγγραφα-αιτήσεις,
σικιμέ = να, κι αν πάω(ενν .φυλακή) να, κι αν δεν πάω ( σε ελεύθερη απόδοση), τζύρης=πατέρας,μάστρε = αφεντικό ,πουρού= κόρνα, μπουμπουρία= πεταλούδα.
** Η υπαρξιακή ενηλικίωση του Έλληνα, όπου γης, απαντά σε δυο επιβεβαιώσεις. Την ατομική- προσωπική επιβεβαίωση στο βλέμμα αποδοχής  του πατέρα για την καινούργια σκυτάλη που παρουσιάζεις. Αλλά και μια ομαδική-συλλογική, να τρέξεις δρομέας της συνέχειας στα μονοπάτια της κοινότητας που έκανες τα πρώτα σου βήματα. Η έλλειψη της μιας η της άλλης σε σπρώχνει ξανά στο ταξίδι….. για το «καινό χρυσόμαλλο δέρας».

Υγεία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ