Άρθρο του Βασίλη Καπετάνιου
Κυριακή μεσημέρι στο σπίτι των γονιών του ο Βασίλης ήταν βουτηγμένος στην ανάγνωση των εφημερίδων, ο πατέρας του είχε ετοιμάσει ένα διπλό ελληνικό σκέτο καφέ, με την μαστοριά που ξέρει ένας παλιός καφετζής.
-Κανένα νέο μπαμπά;
Ρώτησε τον πατέρα του τον κυρ Νίκο ενώ απολάμβανε την πρώτη ρουφηξιά. Ο πατέρας του πήρε ένα παράξενο θυμωμένο χαμόγελο που μεταφραζόταν, εσύ διαβάζεις εφημερίδες από εμένα περιμένεις να σου πω νέα. Αλλά κάτι είχε να του πει.
-Ο θείος Μίμης πήρε τηλέφωνο, από την Αμερική.
-Όλα καλά;( Τον ρώτησε ενώ είχε ξανά χωθεί στις σελίδες των εφημερίδων)
-Είδε ένα όνειρο ότι λευκά αγριομόσχαρα μπήκαν στον ελαιώνα και του κατάστρεψαν τις μικρές ελιές.
Ο Βασίλης σταμάτησε για μια στιγμή το ξεφύλλισμα των εφημερίδων. Λέγοντας την τελευταία του λέξη ο πατέρας του αυτόματα ήρθαν στον μυαλό του οι ψυχαναλυτικού τύπου ερμηνείες για τα όνειρα. Το χωράφι που πρέπει να καρπίσει συμβόλιζε την εγκυμοσύνη της κόρης του θείου, από μέρα σε μέρα την περίμεναν να γεννήσει. Τα λευκά αγριομόσχαρα ήταν οι γιατροί που έπρεπε να προσέξουν το βλαστάρι την κόρη του. Όταν ένας άνθρωπος είναι ναρκωμένος όταν ξυπνήσει οι πρώτες λέξεις που θα είναι στην μητρική του γλώσσα. Όταν ο μετανάστης κυκλωθεί με άγχος στην ξένη πατρίδα αυτό στα όνειρα του θα εκδηλωθεί με εικόνες από την πατρίδα του. Κάπως έτσι έγινε και με τον θείο Μίμη. Δεν πρόλαβε να πει τις σκέψεις γιατί ακούστηκε η χαρούμενη διαδήλωση των παιδιών του, του μικρού Χαράλαμπου και της Μαρίας.
-Μπαμπά κέρνα θέλουμε ταβέρνα, μπαμπά κέρνα θέλουμε ταβέρνα.
Όλοι μαζί πήγαν στην ταβέρνα του κυρ Νότη, παιδικός φίλος του παππού.
Στην είσοδο της ταβέρνας τους χαιρέτησε με τα μάτια ο Κώστας ο γιος του κυρ Νότη, τον είχε στριμώξει ένας πολιτευτής και του έβαζε στο τσεπάκι της άσπρης μπλούζας μερικές από τις καλοτυπωμένες του κάρτες.
-Τον ξέρεις τούτον ( Ρώτησε ο κυρ Νίκος τον γιό του)
-Όχι ποιος είναι;
-Ο Χάχας ο στρατιωτικός. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, πριν πάρει σύνταξη ούτε να ακούσει δεν ήθελε για φαντάρους από το Αργος, το Α.Σ.Μ. 110 του προκαλούσε αλλεργία. Πέντε χρόνια πριν από την σύνταξη και αφού είχε καταστρώσει σχέδιο για πολιτική δράση, όταν άκουγε ότι υπήρχε φαντάρος από το Άργος έκανε τρελές εξυπηρετήσεις. Τέτοιο ζήλο είχε που μια φορά πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε φαντάρο από το Άργος το Ορεστικό και άλλη μια φορά σε ένα φαντάρο από το Άργος της Καλύμνου. Απέκτησε τεράστια φήμη, φαντάροι από την περιοχή μας ζητούσαν μετάθεση στην μονάδα του. Τα πράγματα πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει. Ένας καταρτισμένος άνθρωπος που προσφέρει ανιδιοτελώς στα νέα παιδιά πόσο άξιος θα ήταν και για την πόλη αν επέστρεφε ποτέ!!! Και ο Κώστας στην μονάδα του έβγαλε τον στρατό τώρα πρέπει να εξαγοράσει τους χαλαρούς μήνες της θητείας του με ψηφαλάκια .
-Καλά και γιατί δεν μπαίνει ο Χάχας μέσα στο μαγαζί να μιλήσουνε.
-Δεν βλέπεις ο Θάθας έχει πιάσει για ψήφους τον πατέρα του, τον Νότη. Ο Θάθας ήταν και είναι ένας μεγαλέμπορος πορτοκαλιών. Δεν θα το πιστέψεις πως έκανε τα πολλά λεφτά κλείνοντας τις δουλειές του με τον πιο έντιμο τρόπο με την κλούβα.
-Δηλαδή;
-Όταν πέθανε ο πατέρας του Νότη τους άφησε μεγάλη περιουσία με πορτοκάλια. Αλλά από πορτοκάλια δεν ξέρανε ούτε ο Νότης ούτε η μάνα του, μόνο την ταβέρνα ξέρανε να κουμαντάρουν. Τα ανέλαβε λοιπόν ο Θάθας και θα τους έδινε ποσοστό επί της κλούβας. Όπως έκανε και με όλο τον κάμπο. Συμφωνήσανε ότι η κλούβα είχε βάρος 10 κιλά και αυτοί θα είχαν το ποσοστό τους. Δεν ξέρουμε πως ακριβώς το κανόνιζε αλλά ένα βράδυ σε καλό μεθύσι το ξεφούρνισε ο επιστάτης του. Οι κλούβες γέμιζαν πέρα από τα όρια, γίνονταν και 12 και 13 κιλά. Κάθε 4 κλούβες έβγαζε μια για τον εαυτό του ο Θάθας. Φτιάχτηκε ο Θάθας μέγας και τρανός επιχειρηματίας ζητάει και τον ψήφο μας, μάλλον με την κλούβα θα τον θέλει και αυτόν.
Ο Θάθας άφησε και κάρτες και σταυρωμένα ψηφοδέλτια. Και είχε δίκιο ο κυρ Νίκος αν έβρισκε τρόπο κάθε τέσσερις ψήφους να βγάζει και μια έξτρα πρώτος θα έβγαινε. Ο Θάθας και ο Χάχας έφυγαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις για να συνεχίσουν την πώληση καρτών και ψηφοδελτίων.
-Τι έγινε ρε Νότη;( Τον ρώτησε ο κυρ Νίκος αγκαλιάζοντας τον )
-Εκλογές Νίκο μου, δεν τους ξέρεις, δεν μπορείς να πεις όχι σε κανένα, μαγαζί έχω.
-Γιατί νομίζεις ότι ξέχασα τα δικά μου στο καφενείο;
-Ε να τώρα που έδεσε το γλυκό, τρίτωσε το κακό έρχεται και ο Βούτας ο γιατρός.
-Κατεβαίνει και αυτός στις εκλογές;
-Ναι αλλά αυτός πρόσεξε θα πάει κατευθείαν στην γυναίκα μου.
-Γιατί;
-Πέρυσι αν θυμάσαι παραλίγο να την χάσω, από την παλιό χολή. Λάθος διάγνωση στο ένα νοσοκομείο σπάραζε στον πόνο για μια εβδομάδα. Ετούτος δεν μπορώ να πω την έφτιαξε, ούτε τομές ούτε τίποτα, τρεις τρυπίτσες στην κοιλιά και όλα καλά σε δυο μέρες φύγαμε από το νοσοκομείο. Η νοσηλεύτρια μου σφύριξε ότι ο Βούτας τα βουτάει. Άπαιχτος ο τύπος, μετά το χειρουργείο μου είπε και μου πρότεινε να γνωρίσω και τον αναισθησιολόγο για να μην τον ζαλίζει την ώρα του χειρουργείου. Αφού εξασφάλισε το δικό του φακελάκι , φρόντιζε και για τον πιτσιρικά τον αναισθησιολόγο , τον έκανε και γαμπρό του , άμα δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε.
Η κυρά Νόταινα παράτησε τις πατάτες που καθάριζε και υποδέχτηκε τον Βούτα με ανοιχτές αγκάλες. Την είχε γλιτώσει από φοβερούς πόνους και αυτή δεν το ξέχναγε. Ο Βούτας ήταν και ο πιο οργανωμένος άφησε κάρτα φυλλάδιο και ψηφοδέλτια. Μάλλον ο Βούτας είχε τον πιο σίγουρο ψήφο.
Μετά το γεύμα όλη η οικογένεια ήταν στον δρόμο για την επιστροφή.
-Γιατί δεν στρίβεις για το Άργος; (Ρώτησε ο κυρ Νίκος τον Βασίλη)
-Όχι θα πάμε να δούμε το χωράφι του θείου Μίμη, λες να μπήκαν μέσα τα άσπρα αγριομόσχαρα.
-Ο ξάδελφος σου μου είπε ότι τρόμαξε να βγει πάνω στο χωριό.
-Πάμε και βλέπουμε.
Στο δρόμο τους περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη, λίγες μέρες πριν τις εκλογές είχαν στρώσει με πίσσα όλα τα μπαλώματα του δρόμου. Πιθανόν να ήταν και έντονα και πολλά τα παράπονα των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να πάνε στα χωράφια τους να μαζέψουν ελιές. Έφτασαν σχετικά άνετα στο περιφραγμένο και άθικτο χωράφι του θείου Μίμη. Ο Χαράλαμπος και η Μαρία ήθελαν να περάσουν μέσα, άλλο που δεν ήθελε και η γιαγιά τους. Βρήκαν ένα μικρό ανηφορικό δρομάκι και πήγαν να μπουν μέσα.
Ο Βασίλης χάζευε το τοπίο, βαθύ πράσινο, το γαλάζιο του ουρανού , γκρι και κόκκινα βράχια, κοιτούσε και το χωράφι του θειου Μίμη και κάπως σκοτείνιασε το βλέμμα του. Ο πατέρας του το κατάλαβε.
-Τι τρέχει; ( Τον ρώτησε.)
-Το χωράφι του θείου Μίμη πατέρα γλίτωσε από τα αγριομόσχαρα, το χωράφι της πατρίδας μας της ελληνικής κοινότητας, του ελληνικού λόγου, της ελληνικής πράξης είναι ξέφραγο και έχουν χιμήξει μέσα τα κομματόσκυλα και το ξεσκίζουν ψάχνοντας για τα παραισθησιογόνα μανιτάρια της κομματικής εξουσίας και του κομματικού κράτους.
Βουβός τον κοιτούσε ο πατέρας του, βάρυνε απότομα η ατμόσφαιρα . Ευτυχώς από το μονοπάτι ξαφνικά ακούστηκε το πολύ δυνατό τραγούδι των παιδιών. Από τα διπλανά χωράφια σταμάτησαν να ακούσουν το τραγούδι των παιδιών
«Βάζει ο Ντούτσε την στολή του και την σκούφια την ψηλή του ρε τον φουκαρά»
Ήταν μόλις τρεις μέρες μετά την εθνική εορτή και το τραγούδι επίκαιρο.
-Υπάρχει ακόμα ελπίδα και αντίσταση εκεί που δεν το περιμένεις, η Ελλάδα σαν τρόπος να ζεις ήταν και είναι πατρίδα των λίγων. (Του είπε με νόημα ο κυρ Νίκος και ξεκίνησε να συναντήσει τα εγγόνια έχοντας ανοίξει τις δυο γροθιές του σε αγκαλιά και τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι όσο πιο δυνατά μπορούσε).
Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση
4/11/10
Ο Χάχας, ο Θάθας και ο Βούτας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου