Η απέναντι όχθη Του Βασίλη Καπετάνιου
Κυριακή 8 Μαϊου ο παππούς στην υπόγα των συλλογών και των εν –μνημήσεων όπως την αποκαλούσε αρχειοθετούσε τα αποκόμματα από τις κυριακάτικες εφημερίδες. Ήταν τόσο απορροφημένος με τα κουτιά του που δεν κατάλαβε ότι μπήκε μέσα ο «συνιδιοκτήτης» του υπογείου ο εγγονός του.
-Παππού χρόνια πολλά ( του είπε ο Πέτρος του έδωσε μια αγκαλιά ένα φιλί και ένα δίσκο μουσικής ) αυτό για σένα.
-Πετράν νομίζω ότι εγώ γερνάω εσύ ξεχνάς 28 Μαΐου είναι τα γενέθλια μου.
-Παππού την άλλη εβδομάδα φεύγω για Αγγλία πάλι .
-Τα λουλούδια για ποιόν είναι ;
-Για την νύφη σου, γιορτή της μάνας σήμερα. Πάω απάνω να την χαιρετήσω.
Ο παππούς έβαλε τον δίσκο για να τον ακούσει , ήταν ο τελευταίος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου «το παιγνίδι παίζεται ακόμα». Από το 1975 φανατικός της φωνής του Βασίλη. Από την μια η φωνή του Βασίλη από την άλλη η γιορτή θυμήθηκε την μάνα του.
-Δεν μπορώ να σε καταλάβω ρε παιδάκι μου, μεγάλος άνθρωπος και ακούς αυτό το σκυλί με τα πονεμένα ουρλιαχτά για μουσική ; Του είπε η μάνα του η κυρά Μαρία όταν άκουσε για πρώτη φορά το τραγούδι «ο κουρσάρος»
Ο παππούς έβαλε σε αρκετή ένταση τα μεγάφωνα και η μουσική ακουγόταν και στον πάνω όροφο. Στο μπαλκόνι ο Πέτρος έπινε τον καφέ του. Χάρηκε που έβαλε ο παππούς τον δίσκο αμέσως. Όμως το δεύτερο τραγούδι ακούστηκε δύο φορές και ξανά τρίτη φορά αλλά κόπηκε στην πρώτη στροφή. Αυτό παραξένεψε τον Πέτρο , κατέβηκε όσο μπορούσε πιο αθόρυβα στο υπόγειο. Ο παππούς σε ένα μικρό γραφείο έγραφε κάτι σε ένα χαρτί και άκουγε του στίχους τους τραγουδιού . Ο Πέτρος κατάλαβε ότι κάτι ξύπνησε αυτό το τραγούδι στον παππού όπως τον είδε με πάθος να έχει χαθεί στην κόλλα με το χαρτί. Ανέβηκε πάλι αθόρυβα απάνω . Όταν προχώρησε ο δίσκος στο τρίτο και στο τέταρτο τραγούδι αποφάσισε να κατέβει κάτω. Ο παππούς έψαχνε στον υγραντήρα ένα καλό πούρο πάνω στο γραφειάκι το χαρτί που είχε γράψει ο παππούς. Το πήρε ο Πέτρος για να το διαβάσει. Με πλάγια υπογραμμισμένα γράμματα οι στίχοι του τραγουδιού.
Έβαζες ψεύτικες φωνές, γελούσες και έκανες πως κλαίς κι εγώ παιδί α ρε μαμά
Πίσω μου τρέχεις μια ζωής ένα πιάτο και μια ευχή τότε με κράταγες σφιχτά , τώρα κοιτάς από μακριά. *
-Πως τα πας παιδάκι μου στο στρατό ;
-Μάνα μας διώχνουν από το υγειονομικό και θα πάμε σε άγνωστη μονάδα σε νησί
-Γιατί ;
-Διότι δεν συνεμορφώθην προς τα υποδείξεις , είναι πολλοί εκτός υγειονομικού και θα κρατήσουν αυτούς που έχουν μέσον , τα κομματόσκυλα .
-Πότε φεύγεις ;
-Αύριο το πρωί .
-Ότι κάνεις μας το ανακοινώνεις τελευταία στιγμή !!!Να πει ο πατέρας σου στον αδελφό του κυρ Κώστα τον στρατηγό να κάνει κάτι;
-Να μην κάνει τίποτα, το κερατό μου , θα πάω όπου με πάνε ….οι κερατάδες!!! Θέλουν να έχουμε και πολιτικά ρούχα εκεί, μπορείς να μου φέρεις ρούχα στον Κηφισό; Έχουμε μισή ώρα μέχρι να μας πάνε Πειραιά . Ήταν εκεί, με ένα πράσινο σάκο γεμάτα ρούχα , δεν ρώτησε ούτε πως ούτε τι , μου έδωσε τα ρούχα και ένα φιλί.
-Ε θα έχει και κανένα καψωνάκι εκεί που θα πας!!!
-Είπε χαμογελώντας και δακρυσμένη .Είχε πολύ παράξενο βλέμμα από την μια ήταν στενοχωρημένη και απογοητευμένη που έφυγα από την καλή μονάδα και από την άλλη κατά βάθος ήταν χαρούμενη και περήφανη που δεν δέχτηκα να μιλήσει ο πατέρας στον στρατηγό.
Μέσα απ τα δόντια να μιλάς, σ ακούω σαν τώρα «Μη με σκάς» «Δεν θα σε ανεχτεί κανείς» , «Θα πας χαμένος θα το δεις», α ρε, μαμά .
Ύστερα λόγια στο χαρτί «Συγνώμη, σ ΄αγαπώ πολύ» , «Είμαι δω, α , ρε μαμά. *
-Πέτρο τι θα κάνεις τα κάνεις τα λεφτά που σου δώσανε για την γιορτή σου;
-Όλα θα τα πάρω βιβλία !!!
-Ναι αλλά χρειάζεσαι και παπούτσια και ρούχα , για αυτό σου τα έδωσαν τα λεφτά οι θείοι και οι θείες.
-Φεύγω για το βιβλιοπωλείο του κυρ Μίμη τώρα !!!
-Καλά ρε παιδάκι μου τι βιβλία είναι αυτά που διαβάζεις , Φρόυντ και Μάρξ σας διδάσκουν στο σχολείο και στο κατηχητικό; Θα το φας το κεφάλι σου με αυτά που διαβάζεις! ( Και απότομα σκοτεινιάζει το βλέμμα της ) Σε είδε κανείς όταν πήρες αυτά βιβλία ;
-Ναι ο κυρ Αντώνης ο αστυνομικός , αλλά έκανα πως δεν τον ήξερα.
-Σού είπε τίποτα ;
-Όχι αλλά φεύγοντας τον άκουσα που μίλαγε έντονα στον κυρ Μίμη τον βιβλιοπώλη
Ζωγράφιζες και μια καρδιά με νίκαγες με ζαβολιά κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Ave Maria. Χανόσουνα στην μουσική, εσύ γινόσουν το παιδί κι εγώ ένας άγγελος στη γη, να σε προσέχω μια ζωή.*
-Πέτρο που πας πρωί πρωί;
-Αθήνα έχουμε γενική συνέλευση στο σύλλογο , θα τις πάρουμε τις εκλογές.
-Δουλεύεις στο θεραπευτήριο ;
-Ναι το απόγευμα στις έξι είναι το πρώτο ραντεβού.
-Πέτρο να πάρεις μαζί σου και μια ομπρέλα.
-Αμάν ρε μάνα η ΕΜΥ είσαι; Αν πιάσει βροχή θα αγοράσω μια στην Αθήνα.
-Εκείνη την ημέρα τρίτωσε το κακό, χάσαμε τις εκλογές στον σύλλογο, το λεωφορείο άργησε πολύ και μόλις φτάνω στα δικαστήρια κοντά στην λαϊκή αγορά του Άργους άνοιξαν οι ουρανοί . Θυμωμένος , βρεγμένος και τρέχοντας έφτασα στο θεραπευτήριο, για μεγάλη μου έκπληξη τα φώτα ανοιχτά και η μάνα μου να με περιμένει στην μπροστά πόρτα , σαν από μηχανής θεός.
-Έλα γρήγορα είναι μέσα ο Περικλής με τον γιό του, είπα ότι θα αργήσεις λίγο , πάρε ρούχα να αλλάξεις …..
-Δεν είπα τίποτα , είχα γουρλώσει τα μάτια και την κοιτούσα …
-Σου έφερα και μια ομπρέλα μπορεί να ρίξει καμιά μπόρα το βράδυ που θα έρχεσαι το είπε και η ΕΜΥ, Ελληνίδες Μαμάδες εν Υπηρεσία!!!!
Τις πόρτες άνοιγες στο φως να μπει ο ήλιος κι ο θεός να μας φυλάει, α ρε μαμά ,
Τα βράδια ήσουνα μια αγκαλιά κι ανάμεσα απ τα φιλιά έκανες τη φωνή του λαγού το λύκο και την αλεπού .*
-Τρίτη δημοτικού μάθημα γεωγραφίας έπρεπε να αντιγράψουμε ένα χάρτη των Βαλκανίων από το σχολικό βιβλίο σε χαρτί μεγάλο Α3 .
-Πέτρο τι προσπαθείς να φτιάξεις και είσαι θυμωμένος;
-Ένα χάρτη για τα Βαλκάνια αλλά δεν μπορώ, θα πω της κυρίας Ευαγγελίας ότι προσπάθησα . Δεν αντέχω άλλο. Η μάνα έπρεπε να φτιάξει μεζεδάκια για το καφενείο, έκοβε φύλλα , άπλωνε μια κρέμα με τυρί και αυγά, δίπλωνε και τοποθετούσε σειρές τυροπιτάκια που χώριζε με λαδόκολλες
-Έλα να με βοηθήσεις λίγο να ξεφύγει το μυαλό σου.
-Την βοήθησα μέχρι εκεί που άρχισαν να κλείνουν τα μάτια μου.
-Πήγαινε να κοιμηθείς.
-Και ο χάρτης ;
-Έχει ο Θεός.
-Την άλλη μέρα παρουσίασα τον καλύτερο χάρτη στο σχολείο, πρέπει να έμεινε άυπνη όλο το βράδυ για να μου τον φτιάξει. Ήταν εκείνη την ημέρα που μου μπήκε η υποψία ότι για να έχει ο Θεός πρέπει να δουλέψει η μάνα.
Και όταν γύριζα αργά «θα σου τα πάρω τα κλειδιά» , «θα βρεις τις πόρτες πια κλειστές» «θα με πεθάνεις αυτός θες» α ρε μαμά . Μαμά, που πας…. *
-Πέτρο που πας ; ( ήμουν πέντε έξι χρονών).
-Να παίξω με τα παιδιά στην αλάνα .
-Είναι Κυριακή σήμερα, στις δυο θα είναι εδώ ο πατέρας σου, θα φάμε όλοι μαζί σήμερα σαν οικογένεια, να γυρίσεις νωρίς.
-Παίξαμε μπάλα με την ψυχή μας και όταν παίζεις με την ψυχή σου ο χρόνος διαστέλλεται πήγε τρείς η ώρα όταν γύρισα σπίτι και με περίμεναν όλοι .
-Νίκο αυτή την φορά πρέπει να τον μαλώσεις , τον κακομαθαίνεις έτσι που του φέρεσαι την άκουσα να λέει στον πατέρα μου.
-Βάζω τα χέρια πίσω στις τσέπες του παντελονιού μου και δήθεν αδιάφορα και άρχισα να τραγουδώ σφυρίζοντας «τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε».
-Πρώτη έβαλε τα γέλια και την ακολούθησε και ο δήθεν θυμωμένος πατέρας, πρώτο μάθημα ότι η καλή χρήση του χιούμορ σώζει και από ξυλιές…..
Ο παππούς είχε διαλέξει το πούρο του και ήρθε προς το μέρος του Πέτρου.
-Με ταξίδεψες σήμερα Πετράν, μια η γιορτή της μάνας μία το τραγούδι …. Αυτό το τραγούδι ,οι στίχοι του, μου έφεραν εικόνες από την προγιαγιά σου την Μαρία
-Είναι γεγονότα αυτά παππού;
-Είναι όπως τα θυμάται το μυαλό μου, τα λόγια του τραγουδιού αυτές τις εικόνες μου ξύπνησαν.
-Παππού είναι ροκιά να το στείλεις στην εφημερίδα που γράφεις !!!
-Φτάνει που το διάβασες εσύ, μάλλον για αυτό το έγραψα. (Ο παππούς πήρε το χαρτί που είχε γράψει το δίπλωσε πολλές από την στενή πλευρά και του έβαλε φωτιά για να ανάψει το πουρό ) .
-Παππού τι κάνεις τώρα;
-Καπνίζω τις μνήμες μου, ξέρεις τι μου έλεγε η μάνα μου αν έχεις να κάνεις ή να πεις κάτι για τους ανθρώπους να το κάνεις και να το πεις όσο είναι ζωντανοί , τώρα πια δεν έχει νόημα. ... ( και φούντωσε το πούρο του) .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου