Κοινωνία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Σκίτσο - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση
Επισκεφθείτε ΤΩΡΑ το site του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. www.anagnostis.org. Κλικ στην εικόνα

23/6/11

Που πάτε ρε μανάρια;


Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου


Ο Μορτάκος από μικρός βγήκε στην βιοπάλη και στην νύχτα. Δάσκαλος του και στα δυο ο Λιόντας το αφεντικό του. Το παρατσούκλι Μορτάκος το έβγαλε ο Λιόντας, και το αφεντικό το λέγανε έτσι γιατί ήταν πραγματικός βασιλιάς και της μέρας και της νύχτας. Με τον ύπνο ο Λιόντας δεν είχε καλές σχέσεις , όσο λιγότερο κοιμάσαι τόσο περισσότερο ζεις έλεγε. Συνεργείο την ημέρα και πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια στο  Πέραμα ήταν οι δυο άκρες που τραμπαλιζόταν η ζωή του. Και όταν ο Μορτάκος σηκωνότανε παραγγελιά να χορέψει «τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε» το αφεντικό έριχνε λουλούδια μέχρι να χορέψει και την τελευταία πενιά.
Ένα πράγμα στενοχωρούσε τον Μορτάκο δεν είχε μεταφορικό μέσο, ήταν ένας περιορισμός στην ελευθερία και την αυτονομία του. Την ήθελε και αυτός την ρόδα του αλλά δεν είχε συμπληρώσει και τα χρόνια να πάρει δίπλωμα.
-Λιόντα θα πάρω μηχανάκι θα βάλω και κάτι γραμμάτια αλλά δεν έχω δίπλωμα.
-Όρμα στα γκάζια ρε Μορτάκο και άμα τύχει καμιά στραβή θα καθαρίσω εγώ.
Σε δυο μέρες ο Μορτάκος παρέλαβε το ολοκαίνουργιο Ζούνταπ. Πολύ μεγάλη η χαρά του και τον πρώτο που σκέφθηκε να πάει να το δείξει ήταν ο Λιόντας. Γκαζωμένος κορνάροντας και όρθιος πάνω στο μηχανάκι μπαίνει μέσα στο συνεργείο. Αλλά εκεί επικρατούσε μια πένθιμη σιωπή, τα μαστόρια μαραζωμένα στην εξωτερική αυλή σε ένα πεζούλι. Φρενάρει απότομα κάνοντας ένα ημικύκλιο γέμισε σκόνη τον τόπο και μέσα από τον μπουχό της σκόνης ακουγόταν η φωνή του.
-Τι έγινε ρε μάγκες;
-Ο Λιόντας  το αφεντικό λύγισε.
-Τι λύγισε ρε;
-Δεν άντεξε η καρδιά του και τον πήγαν στο νοσοκομείο.
-Τον έριξε έξω ο  Αλέκιαστος είχανε μαζί κοινό λογαριασμό στην τράπεζα και όταν πήγε σήμερα το πρωί δεν βρήκε τίποτα… έτσι κυκλοφόρησε μια βρώμα στην πιάτσα.
Εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο που ήταν δίπλα στην μεγάλη τετράφυλλη πόρτα. Το σήκωσε ο Μορτάκος.  Έντονος θυμός φάνηκε στα μάτια του , με το ακουστικό έσπασε το τηλέφωνο σα να έφταιγε αυτό για τα νέα που άκουσε.
-Τι έγινε ρε Μορτάκο ;
Δεν είπε τίποτα, πήρε μια κοντή βαριοπούλα και άρχισε να χτυπά ένα –ένα τους μεγάλους σύρτες και να κλείνει τις μεγάλες πόρτες .
-Τι έγινε ρε Μορτάκο;
-Τέλος ο Λιόντας.
Συνέχισε με μανία να χτυπά με μανία τους σύρτες ενώ οι σταγόνες πάνω στο μέταλλο ήταν τα χοντρά του δάκρυα . Τα χτυπήματα στις πόρτες ήταν σαν καμπάνα που χτυπά μεγάλη Παρασκευή. Κλείνοντας και το τελευταίο φύλλο, εμφανίστηκε ο Αλέκιαστος, ο αδελφός του αφεντικού , όπως πάντα ντυμένος με άσπρο κουστούμι αλλά αυτή την φορά ξεχώριζε το μαύρο πένθος πάνω στο μανίκι του. Ο πατέρας τους είχε αφήσει και στους δυο το συνεργείο. Ο Λιόντας τον είχε αδυναμία τον μικρό, δεν τον άφησε να μουτζουρωθεί ποτέ. Ο Μορτάκος πήρε το Ζούνταπ  και έφυγε με θόρυβο αδιαφορώντας για την σκόνη που θα λέρωνε τον Αλέκιαστο, δεν πήγε στην κηδεία μαζί με τους άλλους.
Πριν λίγες μέρες ξημερώματα σε μεθυσμένα προφητικά  λόγια του είχε πει το αφεντικό του:
-Ρε Μορτάκο άμα φύγω , δεν θέλω λουλούδια και φούμαρα από σένα στην κηδεία μου. Το Μήτσο του μπουζουξή να φέρεις να μου παίξει «ένας αλήτης πέθανε» να φέρεις τις στροφές σου όσο για λουλούδια θα έχουν φέρει αυτοί που θα με θάψουνε. Μόνο να έρθεις πριν μου βάλουν το μάρμαρο από πάνω να ακούσω και εγώ καμιά πενιά.
Όταν είχαν φύγει όλοι, μπήκε μέσα στο νεκροταφείο με τον Μήτσο τον μπουζουξή , από την αίθουσα τελετών του νεκροταφείου εμφανίστηκε ο Αλέκιαστος. Είχε μείνει  τελευταίος για να κανονίσει στις πληρωμές.
-Τι κάνεις εκεί ρε Μορτάκο δεν έχει καθόλου σεβασμό ούτε σε νεκρούς ούτε σε ζωντανούς;
-Είναι η τελευταία παραγγελιά του Λιόντα και θα εκτελεστεί μέχρι την τελευταία νότα. Παίξε Μήτσο, κάνε πέρα Αλέκιαστε.
-Να ξέρεις Μορτάκο ότι εγώ είμαι τώρα το αφεντικό στο συνεργείο.
-Φύγε ρε Ασπροκόρακα , είναι παραγγελιά του Λιόντα …( και του πέταξε ένα στεφάνι, ο άλλος φοβήθηκε και απομακρύνθηκε ενώ ο Μορτάκος χόρευε το ζεϊμπέκικο παραγγελιά του αφεντικού του).
Τρεις μέρες λόγω πένθους έμεινε κλειστό το μαγαζί. Την τέταρτη μέρα ετοιμάστηκε ο Μορτάκος να πάει στην δουλειά.
-Γιώργη δεν θα πας στην δουλειά; Ρώτησε τον Μορτάκο η μάνα του.
-Ναι εκεί πάω.
-Και τι θέλεις το κεφαλοτύρι το ψωμί και τα μπουκάλια με το τσίπουρο;
-Μνημόσυνο για τον Λιόντα.
Όταν μπήκε στο συνεργείο επικρατούσε πάλι άκρα του τάφου σιωπή.
-Σβήσε το μηχανάκι ( του είπε με επιτακτικό ύφος ο Αλέκιαστος , χωρίς το μαύρο πένθος στο άσπρο μανίκι, το πένθος είχε τελειώσει για κείνον). Που τα πας ρε τα ποτά μπουζουξίδικο το πέρασες εδώ μέσα;
-Για την μνήμη του Λιόντα….
-Κάτσε κάτω είπα ( ο Μορτάκος τον άκουγε ενώ καθόταν στο Ζούνταπ, ) Λοιπόν όπως σας είπα εγώ δεν θα κάνω ούτε τις μαγκιές ούτε τις φιλανθρωπίες του αδελφού μου, πρέπει να κάνω περικοπές στους μισθούς σας αλλιώς ίσως αναγκαστώ να απολύσω κάποιους από εσάς. ….
-Που το πας ρε Αλέκιαστε;
-Κύριο Δημήτρη με λένε Μορτάκο.
-Εδώ μέσα ρε Αλέκιαστε δουλεύαμε όπως δουλεύαμε γιατί ο Λιόντας ήταν μάγκας και ξηγημένος και ωραίος στην παρέα. Ο Λιόντας σεβόταν την αξία του εργάτη. Τι  τον ακούτε ρε , άμα φύγουμε εμείς πως θα δουλέψει τις μηχανές; Ξυπνάτε ρε στραβάδια..
-Μορτάκο έχω  πάρει δάνειο είπε ένας μάστορας
-Γιώργη έχω δυο παιδιά να μεγαλώσω να μεγαλώσω είπε ένας άλλος.
-Άντε ρε από δω που θα αφήσω να παζαρέψει τον ιδρώτα μου ο Αλέκιαστος , σκατά στα μούτρα σου ρε , ούτε αποζημίωση ούτε τίποτα από σένα  θέλω .
Ανάβει το μηχανάκι του και φεύγει. Αέρας πέρασε την οδό Τσώκρη, αντί να στρίψει στην Γούναρη να πάει προς το σπίτι βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει πάνω στο κάστρο του Άργους.
Πάνω στα τείχη άρχισε να πίνει το τσίπουρο που είχε για τα μαστόρια. Κάπου στο βάθος μετά το αρχαίο θέατρο ξεχώριζε το συνεργείο δεν έβγαινε καπνός από πουθενά οι μηχανές δεν είχαν πάρει μπροστά ή έκαναν απεργία τα μαστόρια ή συνέχιζε την ανακοίνωση της νέας σύμβασης ο Αλέκιαστος.
Με άδειο το στομάχι τον ζάλισε νωρίς το τσίπουρο. Στο μυαλό του περνούσαν με ακατέργαστο μοντάζ οι εικόνες που έζησε με τον Λιόντα.  Βλέπει από  ψηλά να βγαίνει καπνός από το συνεργείο τα μαστόρια ξεκίνησαν να εργάζονταν με τους όρους που έθεσε ο Αλέκιαστος. Είχε αρχίσει να μεθά. Τεντώνει την παλάμη του μπροστά από το οπτικό πεδίο και το συνεργείο εξαφανίζεται από μπροστά του .
Αρχίζει να φωνάζει
-Που πάτε ρε μανάρια, έτσι σας έμαθε ο Λιόντας; Που πάτε ρε μανάρια;
Έχασε την ισορροπία του και έπεσε σε ένα παχύ στρώμα από μαργαρίτες . Ο ψηλός τοίχος του κάστρου τον έσωσε από την ηλίαση .
Μετά από πολλές τον βρήκε ένα ζευγαράκι που είχε δώσει ερωτικό ραντεβού στο
κάστρο.
-Φίλε είσαι καλά ; Του είπε το αγόρι  .
-Ναι μια χαρά , τι ώρα είναι ;
- Έξι το απόγευμα.
-Τι κάνεις μόνος σου εδώ πάνω; Τον ρώτησε η κοπέλα
Σηκώθηκε απάνω ο Μορτάκος. Κάτω στο βάθος έβγαινε καπνός από το συνεργείο. Τα μαστόρια τρεις μέρες μετά τον θάνατο του Λιόντα για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια θα άρχιζαν να δουλεύουν απλήρωτες υπερωρίες. Τέντωσε το χέρι του και έβαλε την αναστραμμένη την παλάμη του μπροστά στο οπτικό πεδίο και εξαφανίστηκε το συνεργείο.
-Που πάτε ρε μανάρια . ( Ξαναείπε) Τι κάνω εδώ πάνω κοπελιά; Παίρνω απόσταση από τα γεγονότα για να μικρύνω και να μην τρελαθώ. Μάγκα πάρε και ένα μπουκάλι τσίπουρο φτιαχτό.
-Τι γιορτάζουμε;
-Την μνήμη του Λιόντα.
Άρχισε να σιγοτραγουδάει το τραγούδι παραγγελιά «ένας αλήτης πέθανε» και πήγε να βρει  το μηχανάκι του.

Η ατάκα «που πάτε ρε μανάρια» ανήκει στον Σώτο και την είπε για άλλους λόγους πάνω από το Κάστρο, αλλά πυροδότησε την ιστορία που είναι φανταστική.

Υγεία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ