Του Βασίλη Καπετάνιου
Ανθρώπινος σίφουνας μπήκε ο Γιάννης στο γραφείο του, με τα μάτια καλημέριζε τους συναδέλφους του, με το ένα χέρι άνοιγε τον υπολογιστή, με το άλλο έπαιρνε μια γουλιά καφέ , με το ένα πόδι έβαζε το υποπόδιο στην θέση του με το άλλο πόδι τραβούσε την καρέκλα του, πάτησε το πράσινο κουμπί του τηλεφώνου για να ακούσει τα μηνύματα, άνοιξε το ημερολόγιο του. Σαράντα πέντε χρονών και δούλευε με ταχύτητα εικοσάρη . Ανώτατο στέλεχος ασφαλιστικής εταιρείας βραβευμένος πέντε φορές ως ο καλύτερος υπάλληλος της εταιρείας.Ακούγονταν τα φωνητικά μηνύματα, ο υπολογιστής τον ενημέρωνε ότι είχε επτά νέα ηλεκτρονικά μηνύματα. Η πρώτη ευχάριστη έκπληξη της ημέρας, έλαβε μήνυμα από τον φίλο και συμμαθητή του τον Πέτρο, τον γιατρό. Ενώ περίμενε να ανοίξει το μήνυμα, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, η καρδιά του μπήκε σε ακανόνιστους ρυθμούς και δάχτυλα των χεριών του ήταν σε ακατάπαυστο τρέμουλο. Ευτυχώς η μεγάλη γυάλινη οθόνη τον προστάτευσε από τα μάτια των συναδέλφων του.
Ήταν πολιτική της εταιρείας να μην υπάρχουν τοίχοι ανάμεσα στους υπαλλήλους μόνο γυάλινες επιφάνειες για να διευκολύνεται η επικοινωνία και η ομαδικότητα. Παρ όλα αυτά ο καθένας δούλευε σε φρενήρης ρυθμούς ταμπουρωμένος πίσω από την γυάλινη επιφάνεια της οθόνης του.
Συνήλθε σχετικά γρήγορα και διάβαζε το μήνυμα του Πέτρου , έψαχνε με όλα τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης παλιούς συμμαθητές για να οργανώσουν ένα αποκριάτικο αντάμωμα μετά από τριάντα χρόνια. Ο Πέτρος ήταν ο καλύτερος παθολόγος της πόλης αλλά ο Γιάννης όλα αυτά τα χρόνια ούτε μια γρίπη δεν είχε περάσει. Είχαν χαθεί τα τελευταία χρόνια. Πρώτη φορά ένοιωσε τέτοια παράξενα συμπτώματα δεν άνοιξε τα άλλα μηνύματα έφυγε για το ιατρείο του φίλου του.
-Γιάννη νομίζω ότι όλα αυτά που μου περιέγραψες είναι ψυχοσωματικές αντιδράσεις, μην ξεχνάς ότι σε λίγο φτάνουμε στα πενήντα , περάσαμε τα μισά του δρόμου, είναι και δύσκολα τούτα τα χρόνια, πολύ το άγχος . Θα κάνουμε μια σειρά εξετάσεων για να αποκλείσουμε οποιοδήποτε οργανικό παράγοντα.
Οι εξετάσεις έγιναν και όλοι οι οργανικοί δείκτες ήταν σε ικανοποιητικό επίπεδο.
-Πέτρο από την πρώτη μέχρι την δεύτερη επίσκεψη σε σένα είχα ξανά τα ίδια αρκετές φορές. Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι το ανεξήγητο κλάμα.Μια φορά με έπιασε ενώ οδηγούσα, καλά που δεν με είδε κανείς να γίνω ρεζίλι.
-Γιάννη νομίζω θα χρειαστείς κάποιου είδους ψυχολογική βοήθεια θα πρέπει να σε δει κάποιος ψυχίατρος.
-Πέτρο δεν διαφωνώ με αυτά που λες εσύ είσαι ο ειδικός. Αλλά να με την δουλειά μου είναι δύσκολο να μπαινοβγαίνω σε ιατρεία ψυχιάτρων και μετά να πουλάω συμβόλαια υγείας. Είμαστε μια κλειστή κοινωνία ….. καταλαβαίνεις.
-Αν είσαι θετικός για μια τέτοια βοήθεια σου έχω την πιο διακριτική λύση. Ο πεθερός μου κορυφαίος ψυχίατρος έχει αποσυρθεί σε ένα μικρό σπίτι ανάμεσα Τημένιο και Μύλους. Τον είχα καθηγητή σοφός άνθρωπος . Για τα γεράματα του ήθελε να είναι να είναι κοντά μας και αυτόνομος για αυτό μένει εκεί. Δεν ασκεί πια το επάγγελμα αλλά θα του μιλήσω και θα σε δεχτεί. Μετά το τελευταίο ουζερί το τρίτο σπίτι, έχει μια καμάρα στην εξωτερική πόρτα στολισμένη με μια επιγραφή γραμμένη με το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο Να πας αύριο το απόγευμα θα σε περιμένει .
-Τι ώρα ;
-Ότι ώρα θέλεις εκεί θα είναι.
Την άλλη μέρα το απόγευμα ο Γιάννης έφτασε στο σπίτι του πεθερού του Πέτρου. Η καμάρα με την επιγραφή γραμμένη στην αρχαία γραμματοσειρά ήταν σωστό οδηγό σημείο. Στο μυαλό του είχε την κλασική εικόνα του σεβάσμιου ηλικιωμένου γιατρού με το κουστούμι την γραβάτα τον τοίχο με τα πτυχία του. Τον καλωσόρισε όμως ένας ζωηρός εβδομηντάρης. Ντυμένος με μια λευκή βαμβακερή παλαιομοδίτικη φανέλα όπως φορούσε ο παππούς του, είχε ανασηκώσει τα μπατζάκια του λινού παντελονιού του και ήταν ξυπόλυτος, Δεν πρόλαβε να πει τίποτα.
-Έλα μέσα Γιαννάκο πάμε στην πίσω αυλή. ( Τον χτύπησε φιλικά στην αριστερή ωμοπλάτη. Το άγγιγμα του γέρου του έδωσε μια πατρική ζεστασιά. Σαν να ήταν η ωμοπλάτη του ένα κουμπί του βίντεο που πατήθηκε και το μυαλό του άρχισε να προβάλει εικόνες από τον συχωρεμένο τον πατέρα του.)
Περνώντας μέσα από το σπίτι είδε ότι ουσιαστικά τοίχοι δεν υπήρχαν αλλά μόνο βιβλιοθήκες. Ο τεράστιος όγκος των βιβλίων του έδωσε την σιγουριά ότι είχε έρθει επιστήμονα. Αλλά η μια έκπληξη διαδεχόταν την άλλη.
Ο παππούς τον έβαλε να κάτσει στο δεύτερο ψάθινο σκαμπό της αυλής απέναντι του, ενώ αυτός άρχισε να φτιάχνει τα δίχτυα του που είχε μέσα σε πλαστικές λεκάνες. Ο Γιάννης του διηγήθηκε τα παράξενα συμπτώματα.
-Γιάννη θέλω να κλείσεις τα μάτια σου να φανταστείς ότι σήμερα είναι Δευτέρα πρωί ξυπνάς και θέλω να μου περιγράψεις τι ακριβώς κάνεις μέχρι να ξαναπάς για ύπνο.
Ο Γιάννης κοίταξε το ρολόι δεν περίμενε ότι θα έπαιρνε τόσο χρόνο η επίσκεψη του στο γιατρό. Ασυναίσθητα ενώ άρχισε να διηγείται τις καταιγιστικές εικόνες δράσης της αγχωμένης καθημερινής πραγματικότητας του, πήρε και αυτός μια λεκάνη με δίχτυα και άρχισε να τα φτιάχνει όπως ο γιατρός. Ξανακοίταξε το ρολόι του δύο φορές μέχρι να τελειώσει την διήγηση των εικόνων του καθημερινού του μαραθώνιου.
-Έχετε κάτι να μου προτείνετε;
-Ναι, βγάλε τα παπούτσια και τις κάλτσες σου!!!!.
-Τι είπατε ;
-Ότι σου είπα σήκω, και το ρολόι σου να το αφήσεις πάνω στο σκαμνί θα το πάρεις όταν γυρίσεις.
-Γιατί που θα πάω.
-Να βγεις έξω να περπατήσεις στην παραλία με τους φοίνικες.
Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να κατανοήσει και να εξηγήσει, ο Γιάννης ο οικονομολόγος της τετράγωνης λογικής , υπάκουσε στις «παλαβομάρες»του γιατρού. Θύμωσε όταν τα πέλματα του διάβηκαν την υγρή άσφαλτο αλλά ένοιωσε μια παράξενη γαλήνη όταν άρχισε να περπατά στην άμμο. Κάθε βήμα και μνήμη, Εδώ σε αυτή την παραλία τους έφερνε με το λεωφορείο ή μάνα για τα καλοκαιρινά μπάνια, σε αυτή την θάλασσα έμαθε κολύμπι. Σε αυτή την θάλασσα πνίγηκε ο χαρταετός που πετούσε με τον πατέρα του , σε αυτή την παραλία ή πρώτη κοπάνα με φίλους για καφέ στην παραλία. Το μνημονικό ταξίδι τον χαλάρωσε πολύ, ξεχάστηκε γύρισε πίσω μετά από μία ώρα. Ο παππούς γιατρός είχε τελειώσει με τα δίχτυα του και είχε ετοιμάσει δυο καφέδες. Ο Γιάννης φόρεσε ξανά το ρολόι του και κοίταξε την ώρα, είχε σπαταλήσει πολύ χρόνο. Αλλά με ένα νεύμα του παππού πήρε την θέση του να απολαύσει το καφεδάκι του.
-Έχεις κουρδιστό ρολόι;
-Όχι … αλλά νομίζω έχω ένα από εκείνα τα παλιά με την αλυσίδα , μου το άφησε ο μακαρίτης ο πατέρας μου.
-Να κλειδώσεις το ηλεκτρονικό σε ένα συρτάρι, για τρεις μέρες να έχεις μαζί σου το κουρδιστό , την τρίτη μέρα να ανοίξεις αυτόν τον φάκελο και αν χρειαστείς κάτι περνάς ξανά.
Η χαλάρωση που ένοιωσε ο Γιάννης από την ξυπόλυτη βόλτα τον έπεισε να ακολουθήσει την συμβουλή του γιατρού. Πάνω στο γραφείο του δίπλα σε ένα σωρό ηλεκτρονικά μηχανήματα και το παλιό ρολόι του πατέρα. Αιφνιδιάστηκε λίγο όταν είδε από τις τζαμαρίες να μπαίνει ο πελάτης που είχε ραντεβού. Τελικά η οργάνωση του χώρου εργασίας με τζαμαρίες είχε και ένα καλό. Κοίταξε το ρολόι και έδειχνε μισή ώρα διαφορά από το ρολόι του υπολογιστή. Κουρδιστό ήταν σταμάτησε!! Αφού τελείωσε την συνάντηση με τον πελάτη του και έκλεισε ένα σημαντικό συμβόλαιο πήρε το ρολόι στο χέρι του για να το κουρδίσει. Δείκτης και αντίχειρας έκαναν την επαναλαμβανόμενη κίνηση για το κούρδισμα, αυτή η κίνηση ήταν σαν τραβούσε ένα καρούλι με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τα παιδικά του χρόνια. Φίλοι, αυλές γειτόνων,πόρτες ανοιχτές, γόνατα ματωμένα , μπάλα με κονσερβοκούτια καλαμένια ποδήλατα,όλη η γειτονιά μαζί να παρακολουθεί τον «άγνωστο πόλεμο». Μετά από μερικά δευτερόλεπτα τελείωσε το κούρδισμα του ρολογιού, το έκλεισε στην παλάμη του και άρχισε να νοιώθει την τεχνική της ε(αυτό)- ανακάλυψης που τον οδήγησε ο σοφός παππούς γιατρός. Ο έντονος ρυθμός της ζωής του , η επιθυμία του να προωθήσει την καριέρα του απαιτούσε να κάνει πολλά πράγματα και δράσεις ταυτόχρονα, Έκανε πολλά πράγματα αλλά δεν βίωνε τίποτα. Τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια μεγάλωνε συνεχώς η παραγωγικότητα του και ελαττώνονταν συνεχώς οι μνήμες του. Όταν οι μνήμες έφτασαν σε οριακό σημείο το κορμί έδωσε τα σήματα πανικού και της κατάθλιψης. Χωρίς μνήμες δεν λειτουργεί ούτε ο υπολογιστής, σκέφτηκε.
Το παλιό ρολόι έκανε μια χαρά την δουλειά του. Έφτασε και η τρίτη που έπρεπε να ανοίξει τον φάκελο που του είχε δώσει ο γιατρός. Σκέφτηκε ότι κάτι σπουδαίο θα ήταν και ήθελε να του δώσει έναν εορταστικό χαρακτήρα. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη, έφυγε από την δουλειά του και πήγε στο παραλιακό ουζερί στο Τημένιο. Άφησε το φάκελο πάνω στο μεταλλικό τραπεζάκι και παράγγειλε ένα ούζο. Σήκώσε το νερωμένο ούζο και χαιρέτησε τον λαμπερό ήλιο. Με μια οδοντογλυφίδα άνοιξε προσεκτικά το φάκελο. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια , δεν ένοιωθε ούτε τρέμουλο ούτε ταχυκαρδία, τώρα ήξερε γιατί έκλαιγε. Έκλαιγε για μια ζωή που δεν ήταν αυτός.
Σε σχήμα καμάρας όπως στην πόρτα του γιατρού με αρχαίους ελληνικούς χαρακτήρες είχε γράψει ο σοφός θεραπευτής,
«Ζήσαμε την ζωή κάποιου άλλου και ύστερα πεθάναμε εμείς» Τάσος Λειβαδίτης.
Την ίδια φράση κοίταξε στην εξώπορτα αλλά δεν την είδε,τώρα την διάβαζε και την συνειδητοποιούσε. Έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες του
-Επιστρέφω σε λίγο (είπε στο έκπληκτο γκαρσόνι) ετοίμασε μου άλλο ένα ούζο,
-Είστε καλά κύριε…Γιάννη;
-Καλύτερα από ποτέ, απογειώθηκα γιατί γειώθηκα… ( έβγαλε την γραβάτα του και την άφησε στην καρέκλα ) έστω και τώρα στα μισά του δρόμου επιστρέφω σε μένα έπαψα να ζω σαν κάποιος άλλος .
Περπατούσε ξυπόλυτος πάλι στην άμμο, ένα ξαφνικό αεράκι πήρε ψηλά τα λόγια του ποιητή, χάρτινος γλάρος, άρχισε να βουτά στην θάλασσα. Στο βάθος κάποιος ψάρευε, μέσα από λεκάνες κάποιος πετούσε δίχτυα στην θάλασσα, ίσως ήταν ο γιατρός. Δεν χρειάστηκε να τον ξαναδεί.
Ανθρώπινος σίφουνας μπήκε ο Γιάννης στο γραφείο του, με τα μάτια καλημέριζε τους συναδέλφους του, με το ένα χέρι άνοιγε τον υπολογιστή, με το άλλο έπαιρνε μια γουλιά καφέ , με το ένα πόδι έβαζε το υποπόδιο στην θέση του με το άλλο πόδι τραβούσε την καρέκλα του, πάτησε το πράσινο κουμπί του τηλεφώνου για να ακούσει τα μηνύματα, άνοιξε το ημερολόγιο του. Σαράντα πέντε χρονών και δούλευε με ταχύτητα εικοσάρη . Ανώτατο στέλεχος ασφαλιστικής εταιρείας βραβευμένος πέντε φορές ως ο καλύτερος υπάλληλος της εταιρείας.Ακούγονταν τα φωνητικά μηνύματα, ο υπολογιστής τον ενημέρωνε ότι είχε επτά νέα ηλεκτρονικά μηνύματα. Η πρώτη ευχάριστη έκπληξη της ημέρας, έλαβε μήνυμα από τον φίλο και συμμαθητή του τον Πέτρο, τον γιατρό. Ενώ περίμενε να ανοίξει το μήνυμα, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, η καρδιά του μπήκε σε ακανόνιστους ρυθμούς και δάχτυλα των χεριών του ήταν σε ακατάπαυστο τρέμουλο. Ευτυχώς η μεγάλη γυάλινη οθόνη τον προστάτευσε από τα μάτια των συναδέλφων του.
Ήταν πολιτική της εταιρείας να μην υπάρχουν τοίχοι ανάμεσα στους υπαλλήλους μόνο γυάλινες επιφάνειες για να διευκολύνεται η επικοινωνία και η ομαδικότητα. Παρ όλα αυτά ο καθένας δούλευε σε φρενήρης ρυθμούς ταμπουρωμένος πίσω από την γυάλινη επιφάνεια της οθόνης του.
Συνήλθε σχετικά γρήγορα και διάβαζε το μήνυμα του Πέτρου , έψαχνε με όλα τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης παλιούς συμμαθητές για να οργανώσουν ένα αποκριάτικο αντάμωμα μετά από τριάντα χρόνια. Ο Πέτρος ήταν ο καλύτερος παθολόγος της πόλης αλλά ο Γιάννης όλα αυτά τα χρόνια ούτε μια γρίπη δεν είχε περάσει. Είχαν χαθεί τα τελευταία χρόνια. Πρώτη φορά ένοιωσε τέτοια παράξενα συμπτώματα δεν άνοιξε τα άλλα μηνύματα έφυγε για το ιατρείο του φίλου του.
-Γιάννη νομίζω ότι όλα αυτά που μου περιέγραψες είναι ψυχοσωματικές αντιδράσεις, μην ξεχνάς ότι σε λίγο φτάνουμε στα πενήντα , περάσαμε τα μισά του δρόμου, είναι και δύσκολα τούτα τα χρόνια, πολύ το άγχος . Θα κάνουμε μια σειρά εξετάσεων για να αποκλείσουμε οποιοδήποτε οργανικό παράγοντα.
Οι εξετάσεις έγιναν και όλοι οι οργανικοί δείκτες ήταν σε ικανοποιητικό επίπεδο.
-Πέτρο από την πρώτη μέχρι την δεύτερη επίσκεψη σε σένα είχα ξανά τα ίδια αρκετές φορές. Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι το ανεξήγητο κλάμα.Μια φορά με έπιασε ενώ οδηγούσα, καλά που δεν με είδε κανείς να γίνω ρεζίλι.
-Γιάννη νομίζω θα χρειαστείς κάποιου είδους ψυχολογική βοήθεια θα πρέπει να σε δει κάποιος ψυχίατρος.
-Πέτρο δεν διαφωνώ με αυτά που λες εσύ είσαι ο ειδικός. Αλλά να με την δουλειά μου είναι δύσκολο να μπαινοβγαίνω σε ιατρεία ψυχιάτρων και μετά να πουλάω συμβόλαια υγείας. Είμαστε μια κλειστή κοινωνία ….. καταλαβαίνεις.
-Αν είσαι θετικός για μια τέτοια βοήθεια σου έχω την πιο διακριτική λύση. Ο πεθερός μου κορυφαίος ψυχίατρος έχει αποσυρθεί σε ένα μικρό σπίτι ανάμεσα Τημένιο και Μύλους. Τον είχα καθηγητή σοφός άνθρωπος . Για τα γεράματα του ήθελε να είναι να είναι κοντά μας και αυτόνομος για αυτό μένει εκεί. Δεν ασκεί πια το επάγγελμα αλλά θα του μιλήσω και θα σε δεχτεί. Μετά το τελευταίο ουζερί το τρίτο σπίτι, έχει μια καμάρα στην εξωτερική πόρτα στολισμένη με μια επιγραφή γραμμένη με το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο Να πας αύριο το απόγευμα θα σε περιμένει .
-Τι ώρα ;
-Ότι ώρα θέλεις εκεί θα είναι.
Την άλλη μέρα το απόγευμα ο Γιάννης έφτασε στο σπίτι του πεθερού του Πέτρου. Η καμάρα με την επιγραφή γραμμένη στην αρχαία γραμματοσειρά ήταν σωστό οδηγό σημείο. Στο μυαλό του είχε την κλασική εικόνα του σεβάσμιου ηλικιωμένου γιατρού με το κουστούμι την γραβάτα τον τοίχο με τα πτυχία του. Τον καλωσόρισε όμως ένας ζωηρός εβδομηντάρης. Ντυμένος με μια λευκή βαμβακερή παλαιομοδίτικη φανέλα όπως φορούσε ο παππούς του, είχε ανασηκώσει τα μπατζάκια του λινού παντελονιού του και ήταν ξυπόλυτος, Δεν πρόλαβε να πει τίποτα.
-Έλα μέσα Γιαννάκο πάμε στην πίσω αυλή. ( Τον χτύπησε φιλικά στην αριστερή ωμοπλάτη. Το άγγιγμα του γέρου του έδωσε μια πατρική ζεστασιά. Σαν να ήταν η ωμοπλάτη του ένα κουμπί του βίντεο που πατήθηκε και το μυαλό του άρχισε να προβάλει εικόνες από τον συχωρεμένο τον πατέρα του.)
Περνώντας μέσα από το σπίτι είδε ότι ουσιαστικά τοίχοι δεν υπήρχαν αλλά μόνο βιβλιοθήκες. Ο τεράστιος όγκος των βιβλίων του έδωσε την σιγουριά ότι είχε έρθει επιστήμονα. Αλλά η μια έκπληξη διαδεχόταν την άλλη.
Ο παππούς τον έβαλε να κάτσει στο δεύτερο ψάθινο σκαμπό της αυλής απέναντι του, ενώ αυτός άρχισε να φτιάχνει τα δίχτυα του που είχε μέσα σε πλαστικές λεκάνες. Ο Γιάννης του διηγήθηκε τα παράξενα συμπτώματα.
-Γιάννη θέλω να κλείσεις τα μάτια σου να φανταστείς ότι σήμερα είναι Δευτέρα πρωί ξυπνάς και θέλω να μου περιγράψεις τι ακριβώς κάνεις μέχρι να ξαναπάς για ύπνο.
Ο Γιάννης κοίταξε το ρολόι δεν περίμενε ότι θα έπαιρνε τόσο χρόνο η επίσκεψη του στο γιατρό. Ασυναίσθητα ενώ άρχισε να διηγείται τις καταιγιστικές εικόνες δράσης της αγχωμένης καθημερινής πραγματικότητας του, πήρε και αυτός μια λεκάνη με δίχτυα και άρχισε να τα φτιάχνει όπως ο γιατρός. Ξανακοίταξε το ρολόι του δύο φορές μέχρι να τελειώσει την διήγηση των εικόνων του καθημερινού του μαραθώνιου.
-Έχετε κάτι να μου προτείνετε;
-Ναι, βγάλε τα παπούτσια και τις κάλτσες σου!!!!.
-Τι είπατε ;
-Ότι σου είπα σήκω, και το ρολόι σου να το αφήσεις πάνω στο σκαμνί θα το πάρεις όταν γυρίσεις.
-Γιατί που θα πάω.
-Να βγεις έξω να περπατήσεις στην παραλία με τους φοίνικες.
Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να κατανοήσει και να εξηγήσει, ο Γιάννης ο οικονομολόγος της τετράγωνης λογικής , υπάκουσε στις «παλαβομάρες»του γιατρού. Θύμωσε όταν τα πέλματα του διάβηκαν την υγρή άσφαλτο αλλά ένοιωσε μια παράξενη γαλήνη όταν άρχισε να περπατά στην άμμο. Κάθε βήμα και μνήμη, Εδώ σε αυτή την παραλία τους έφερνε με το λεωφορείο ή μάνα για τα καλοκαιρινά μπάνια, σε αυτή την θάλασσα έμαθε κολύμπι. Σε αυτή την θάλασσα πνίγηκε ο χαρταετός που πετούσε με τον πατέρα του , σε αυτή την παραλία ή πρώτη κοπάνα με φίλους για καφέ στην παραλία. Το μνημονικό ταξίδι τον χαλάρωσε πολύ, ξεχάστηκε γύρισε πίσω μετά από μία ώρα. Ο παππούς γιατρός είχε τελειώσει με τα δίχτυα του και είχε ετοιμάσει δυο καφέδες. Ο Γιάννης φόρεσε ξανά το ρολόι του και κοίταξε την ώρα, είχε σπαταλήσει πολύ χρόνο. Αλλά με ένα νεύμα του παππού πήρε την θέση του να απολαύσει το καφεδάκι του.
-Έχεις κουρδιστό ρολόι;
-Όχι … αλλά νομίζω έχω ένα από εκείνα τα παλιά με την αλυσίδα , μου το άφησε ο μακαρίτης ο πατέρας μου.
-Να κλειδώσεις το ηλεκτρονικό σε ένα συρτάρι, για τρεις μέρες να έχεις μαζί σου το κουρδιστό , την τρίτη μέρα να ανοίξεις αυτόν τον φάκελο και αν χρειαστείς κάτι περνάς ξανά.
Η χαλάρωση που ένοιωσε ο Γιάννης από την ξυπόλυτη βόλτα τον έπεισε να ακολουθήσει την συμβουλή του γιατρού. Πάνω στο γραφείο του δίπλα σε ένα σωρό ηλεκτρονικά μηχανήματα και το παλιό ρολόι του πατέρα. Αιφνιδιάστηκε λίγο όταν είδε από τις τζαμαρίες να μπαίνει ο πελάτης που είχε ραντεβού. Τελικά η οργάνωση του χώρου εργασίας με τζαμαρίες είχε και ένα καλό. Κοίταξε το ρολόι και έδειχνε μισή ώρα διαφορά από το ρολόι του υπολογιστή. Κουρδιστό ήταν σταμάτησε!! Αφού τελείωσε την συνάντηση με τον πελάτη του και έκλεισε ένα σημαντικό συμβόλαιο πήρε το ρολόι στο χέρι του για να το κουρδίσει. Δείκτης και αντίχειρας έκαναν την επαναλαμβανόμενη κίνηση για το κούρδισμα, αυτή η κίνηση ήταν σαν τραβούσε ένα καρούλι με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τα παιδικά του χρόνια. Φίλοι, αυλές γειτόνων,πόρτες ανοιχτές, γόνατα ματωμένα , μπάλα με κονσερβοκούτια καλαμένια ποδήλατα,όλη η γειτονιά μαζί να παρακολουθεί τον «άγνωστο πόλεμο». Μετά από μερικά δευτερόλεπτα τελείωσε το κούρδισμα του ρολογιού, το έκλεισε στην παλάμη του και άρχισε να νοιώθει την τεχνική της ε(αυτό)- ανακάλυψης που τον οδήγησε ο σοφός παππούς γιατρός. Ο έντονος ρυθμός της ζωής του , η επιθυμία του να προωθήσει την καριέρα του απαιτούσε να κάνει πολλά πράγματα και δράσεις ταυτόχρονα, Έκανε πολλά πράγματα αλλά δεν βίωνε τίποτα. Τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια μεγάλωνε συνεχώς η παραγωγικότητα του και ελαττώνονταν συνεχώς οι μνήμες του. Όταν οι μνήμες έφτασαν σε οριακό σημείο το κορμί έδωσε τα σήματα πανικού και της κατάθλιψης. Χωρίς μνήμες δεν λειτουργεί ούτε ο υπολογιστής, σκέφτηκε.
Το παλιό ρολόι έκανε μια χαρά την δουλειά του. Έφτασε και η τρίτη που έπρεπε να ανοίξει τον φάκελο που του είχε δώσει ο γιατρός. Σκέφτηκε ότι κάτι σπουδαίο θα ήταν και ήθελε να του δώσει έναν εορταστικό χαρακτήρα. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη, έφυγε από την δουλειά του και πήγε στο παραλιακό ουζερί στο Τημένιο. Άφησε το φάκελο πάνω στο μεταλλικό τραπεζάκι και παράγγειλε ένα ούζο. Σήκώσε το νερωμένο ούζο και χαιρέτησε τον λαμπερό ήλιο. Με μια οδοντογλυφίδα άνοιξε προσεκτικά το φάκελο. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια , δεν ένοιωθε ούτε τρέμουλο ούτε ταχυκαρδία, τώρα ήξερε γιατί έκλαιγε. Έκλαιγε για μια ζωή που δεν ήταν αυτός.
Σε σχήμα καμάρας όπως στην πόρτα του γιατρού με αρχαίους ελληνικούς χαρακτήρες είχε γράψει ο σοφός θεραπευτής,
«Ζήσαμε την ζωή κάποιου άλλου και ύστερα πεθάναμε εμείς» Τάσος Λειβαδίτης.
Την ίδια φράση κοίταξε στην εξώπορτα αλλά δεν την είδε,τώρα την διάβαζε και την συνειδητοποιούσε. Έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες του
-Επιστρέφω σε λίγο (είπε στο έκπληκτο γκαρσόνι) ετοίμασε μου άλλο ένα ούζο,
-Είστε καλά κύριε…Γιάννη;
-Καλύτερα από ποτέ, απογειώθηκα γιατί γειώθηκα… ( έβγαλε την γραβάτα του και την άφησε στην καρέκλα ) έστω και τώρα στα μισά του δρόμου επιστρέφω σε μένα έπαψα να ζω σαν κάποιος άλλος .
Περπατούσε ξυπόλυτος πάλι στην άμμο, ένα ξαφνικό αεράκι πήρε ψηλά τα λόγια του ποιητή, χάρτινος γλάρος, άρχισε να βουτά στην θάλασσα. Στο βάθος κάποιος ψάρευε, μέσα από λεκάνες κάποιος πετούσε δίχτυα στην θάλασσα, ίσως ήταν ο γιατρός. Δεν χρειάστηκε να τον ξαναδεί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου