Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Πέμπτη βράδυ, τελευταίο ραντεβού στο θεραπευτήριο ο Νίκος με τον πατέρα του τον Δημήτρη. Ο Νίκος αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα επικοινωνίας αλλά με συστηματικό πρόγραμμα και την ενεργή εμπλοκή των γονιών του στο πρόγραμμα είναι έτοιμος, με ένα χρόνο καθυστέρηση να πάει στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Με τον πατέρα του ήμασταν και συμμαθητές και υπάρχει μια σχετική οικειότητα. Σήμερα τα προβλήματα επικοινωνίας τα είχε ο πατέρας το βλέμμα του αλλού, η συμπεριφορά του συγχυσμένη και οι λεκτικές του αναφορές άσχετες με τις θεραπευτικές ασκήσεις.
-Δημήτρη μου φαίνεται ότι είσαι αλλού σήμερα.(Του είπα στο τέλος της συνάντησης)
-Και πώς να μην είμαι ρε Βασίλη, ( οι φλέβες στο λαιμό φανέρωσαν την έντονη κυκλοφορία αίματος το πρόσωπο του κοκκίνισε ).Με τα ταμεία δεν ξέρω τι γίνεται, περικοπή έχει γίνει στο μισθό μου, την Δευτέρα δεν ξέρω αν θα έχουμε χρεοκοπήσει , ζω μια καθημερινή τρέλα δεν αντέχω άλλο. Μόνη παρηγοριά μου ότι ο Νικόλας μου θα πάει στο Δημοτικό τον Σεπτέμβρη αν υπάρχουν ακόμα σχολεία. Και ο δικός σου δεν πάει πρώτη του χρόνου; Ρε το φαντάζεσαι να είναι και τα παιδιά μας συμμαθητές; ( Ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη του και μετά χτυπά το κεφάλι του) Να τον χαίρεσαι τον Χαραλάμπη, σήμερα δεν γιορτάζει; Με το άγχος δεν δουλεύει τίποτα από μνήμες.
-Είστε οι τελευταίοι, θα πάω και εγώ τελευταίος καλεσμένος στην γιορτή του!
-Να τον χαίρεσαι τα λέμε το Σάββατο . Άντε Νικόλα σήκω να φύγουμε να προλάβει να πάει και ο κύριος Βασίλης στο σπίτι του.
Φτάνοντας ποδηλάτης στο ολυμπιακό περίπτερο, βλέπω τον Χάρη να τακτοποιεί τα εξωτερικά του προϊόντα και ακούω την φωνή του.
-Να τον χαίρεσαι. ( Φρενάρω και με χαιρετάει και βλέπω την νέα σειρά από σβούρες, συναρμολογούνται από πλαστικά και μεταλλικά κομμάτια και τις ρίχνουν τα παιδιά μέσω ενός μηχανισμού.)
-Καινούργια σειρά;
-Ναι. Χαμός γίνεται με τούτες.
-Πιάσε μία. ( Όσα δώρα και να έχει πάρει ο Χαραλάμπης, όταν φύγουν οι καλεσμένοι θα κάνει την μαγική ερώτηση.)
-Μπαμπά είχε τίποτα καινούργιο το περίπτερο σήμερα;
Μπαίνοντας στο σπίτι, φίλοι συγγενείς κουμπάροι έχουν κάνει ένα ημικύκλιο γύρω από το μικρό τραπεζάκι με την γυάλινη επιφάνεια. Γιαγιά και εγγονός με πάθος έχουν επιδοθεί σε σβουρομαχία. Ενώ ρίχνει με επιδεξιότητα την τελευταία του σβούρα, ο Χαραλάμπης βλέπει την πορτοκαλί τσάντα του περιπτέρου. Και άμεση διεκδικητική ήταν η ερώτηση του.
-Τι καινούργιο είχε το περίπτερο σήμερα μπαμπά; (Το χέρι απλωμένο έδινε σήμα δώσε μου, σε χρόνο μηδέν την συναρμολόγησε και την βάζει στην μάχη για την γιαγιά του. Τελικά την κέρδισε)
-Γιαγιά έχεις γίνει πολύ καλή!!! Μπορεί κάποτε να με νικήσεις ( Της λέει με καμάρι γιατί αυτός την έχει εκπαιδεύσει.)
-Για μαζέψτε τις σβούρες ώρα για φαγητό. ( Φώναξε η μαμά του και άρχισε να μαζεύει σε ένα κουτί την σβουριστή περιουσία του. )
-Εμείς Χαράλαμπε όταν ήμασταν μικροί με τον μπαμπά σου είχαμε άλλες σβούρες.
-Δηλαδή τι εννοείς θείε Προκόπη;
-Ήταν από ξύλο με ένα καρφί στην άκρη, τις τυλίγαμε με σκοινί και τις πετάγαμε.
Τα λόγια του αδελφού μου με πήγαν σχεδόν σαράντα χρόνια πίσω. Τότε αγοράζαμε ξύλινες σβούρες από το μαγαζί του Σταυρόπουλου λίγο πιο κάτω από το καφενείο του πατέρα μου. Θαυμάσιο παιγνίδι, τις βάφαμε και με δικά μας χρώματα, η κάθε σβούρα είχε ξεχωριστό στόλισμα. Η σβούρα του Γιώργου ήταν διαφορετική από την δικιά μου, του Προκόπη κ.ο.κ. Μέσα από το απλό παιγνίδι φαινόταν η δημιουργικότητα και η μοναδικότητα του καθενός . Κάτι το οποίο είναι αδύνατο να γίνει με τις σύγχρονες σβούρες.
-Ξέρεις με τι άλλο έπαιζαν ο θείος σου και ο μπαμπάς σου Χαράλαμπε, με το βίρι βίρι .
-Τι ήταν αυτό γιαγιά ;
-Παίρνανε το στρογγυλό καπάκι από τις κονσέρβες του άνοιγαν δυο τρύπες, του περνούσαν σκοινί και αφού το στόλιζαν μπορούσαν να το περιστρέφουν πολύ γρήγορα.
-Για θυμήσου και τις σαΐτες και τους χαρταετούς με αλευρόκολλα που μας έμαθε να φτιάχνουμε ο Παναγιώτης ο Ζάκας ( Ένα γείτονας παππούς, δεξιοτέχνης στα «ιπτάμενα» παιγνίδια. Είπε ο θειος Προκόπης .)
-Εγώ μεγαλύτερο κέφι έκανα το καλαμένιο αμάξι, μου έφτιαξες με σύρμα τιμόνι το έβαλες στην μια άκρη του καλαμιού και μου έβαλες δυο ρόδες στην άλλη , εκείνο το καλοκαίρι πρέπει να έκανα ατέλειωτα χιλιόμετρα στα στενά της γειτονιάς. Και το άλλο που μου άρεσε πολύ ήταν ο τροχός από παλιά λάστιχα που το σέρναμε με ένα κομμάτι ξύλο και κέρδιζε όποιος το πήγαινε πιο μακριά ή έκανε τον καλύτερο χειρισμό επιδεξιότητας.
-Γιατί με του βόλους για θυμήσου τι μάχες γίνονταν στην άπλα του Μπένου στην οδό Ασπίδος.
-Μπαμπά (είπε ο θείος Προκόπης) δεν πας να ρωτήσεις στον Σταυρόπουλου, μπορεί να έχει καμιά παλιά σβούρα. Τέτοια μαγαζιά συνήθως είναι λαογραφικά μουσεία.
Η αναφορά στα παιγνίδια της παιδικής μας ηλικίας με χαλάρωσε. Η γιορτή τελείωσε ευχάριστα . Την άλλη μέρα ξεκίνησε ο καθημερινός μαραθώνιος.
Η Παρασκευή και το Σάββατο ήταν ιδιαίτερα ψυχολογικά φορτωμένες ημέρες. Οι γονείς των παιδιών ήταν κυριολεκτικά αλλού. Ο τηλεοπτικός τρόμος των δελτίων ειδήσεων είχε κάνει πολύ καλά την δουλειά τους. Τα μάτια τους γεμάτα απελπισία, τα λόγια τους σχεδόν είχαν μόνο μια αναφορά την αναμενόμενη καταστροφή της Δευτέρας. Ένοιωθα ότι η παρατεταμένη καταθλιπτική επίθεση των ενήλικων αγωνιών είχε αρχίσει να με επηρεάζει, το γκρίζο χρώμα είχε αρχίσει να κυριαρχεί στην όραση μου.
Σάββατο πρωί δεύτερο ραντεβού ο συμμαθητής μου ο Δημήτρης με τον Νικόλα τον γιό του. Ο Νίκος έλαμπε από χαρά γιατί είχε παραλάβει άλλη μια καινούργια σβούρα από το περίπτερο του Χάρη, και θα την άνοιγε αν ήταν καλό παιδί στο τέλος της συνάντησης μας. Η όραση μου πήρε ξανά χρώματα βλέποντας το πονηρό χαμόγελο του Νίκου αλλά σκοτείνιασα ξανά όταν είδα το βλέμμα του πατέρα του. Στα μάτια του ζωγραφίζονταν ένας τρόμος , μια απελπισία , ένα θυμωμένο παράπονο , ο παραλυτικός φόβος της καταστροφής που δεν μπορεί να ελέγξει. Τον κοίταξα ανήσυχος.
-Τι με κοιτάς, δεν πάει άλλο μας πάνε για καταστροφή, τι αργός τι ξαφνικός θάνατος; ( Τα δελτία ειδήσεων είχαν κάνει την δουλειά τους.)
-Θα τους νικήσουμε όλους μπαμπά ( του λέει ο Νίκος και κάνει την φανταστική κίνηση ότι ρίχνει την σβούρα του )
Εκείνη την στιγμή χτυπάει το κινητό μου τηλέφωνο και στην οθόνη του διαβάζω Παππούς Νίκος.
-Δημήτρη δώσε μου ένα λεπτό γιατί με καλεί ο πατέρας μου .
-Έλα το βρήκα το παιγνίδι που ήθελες ( ακούω τον πατέρα μου από το κινητό τηλέφωνο, τα λόγια του ένα λεκτικός σουρεαλισμός σε σχέση με την πραγματικότητα που με περιέβαλε εκείνη την στιγμή) .
-Τι πράγμα ;
-Σου βρήκα το παιγνίδι ( Το μυαλό μου πήγε στο κακό. Έχω κλείσει εδώ και χρόνια τα σαράντα, αν ο πατέρας μου νομίζει ότι είμαι 5-6 χρονών και μου πήρε κάποιο παιγνιδάκι, το μυαλό σου μόνο σε εγκεφαλική δυσλειτουργία πάει.)
-Μπαμπά είσαι καλά ποιο παιγνίδι;
-Το παιγνίδι που ήθελες ( ε τώρα άρχισα να ανησυχώ, αλλά αμέσως χαλαρώνω) πήγα στον Σταυρόπουλο , έψαξε για ώρα ο Λάκης, βρήκε μια σβούρα ξύλινη, θα στην αφήσω σπίτι.
-Εντάξει ( Έβαλα τα γέλια και τώρα ήταν ο Δημήτρης που με κοιτούσε με απορία, έπρεπε να του εξηγήσω). Δεν θα το πιστέψεις ο πατέρας μου βρήκε μια ξύλινη σβούρα από αυτές που παίζαμε παιδιά με το σκοινί ( Ένα χαμόγελο άρχισε να ζωγραφίζεται στα μάτια του Δημήτρη , τα μάτια του ζωντάνεψαν, ξαναβρήκαν την έγχρωμη όραση. )
- Από εκείνες που αγοράζαμε σε ένα μαγαζί λίγο πιο κάτω από το καφενείο.
-Ακριβώς στο ίδιο μαγαζί το έχει τώρα ο γιός του παλιού ιδιοκτήτη. ( Τα χέρια του Δημήτρη έκαναν φανταστικές κινήσεις σαν να πέταγε την παιδική του ξύλινη σβούρα, ο Νικόλας τον κοιτούσε με απορία) .
-Είχα φτιάξει μία με κάτι σχέδια …..
-Εκείνη με τα πουλιά λες ( η μνήμη έκανε την δουλειά της, ο Δημήτρης έλαμπε από χαρά)
-Βασίλη μας επιτρέπεις να κάνουμε μια ζαβολιά;
-Ότι θες ( με είχε παρασύρει η χαρά του και είχα ενθουσιαστεί ).
-Θα ακυρώσουμε το ραντεβού για να πάμε…
-Μα εγώ θέλω να ανοίξω την σβούρα μου …( είπε παραπονιάρικα ο Νίκος γιατί προϋπόθεση ήταν να ολοκλήρωνε σωστά την συνάντηση μας).
-Να την ανοίξεις και τώρα, θέλω να πάμε στο μαγαζί που πήγε ο μπάρμπα Νίκος να βρω και εγώ μια δικιά μου!!!!
Η ακύρωση της θεραπευτικής συνεδρίας και η αναζήτηση της παιδικής σβούρας είχαν πολύ μεγάλο θεραπευτικό αποτέλεσμα στον πατέρα Δημήτρη.
*Ζούμε πολύ δύσκολες μέρες, από παντού μας απειλούν με εικόνες, διαγγέλματα και οικονομικά μέτρα. Όλα αυτά απαντούν σε ένα κριτήριο ποσότητας. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε από την παραλυτικό φόβο του ποσοτικού περιορισμού είναι να αναζητήσουμε κριτήρια ποιότητας. Αν δεν χάσουμε την μοναδικότητα και ετερότητα του Προσώπου μας, ( ποιοτικό κριτήριο) μπορούμε να τους πολεμήσουμε ακόμα και με τις παιδικές μας σβούρες, η κάθε μια μοναδική και ανεπανάληπτη για τον καθένα μας…
**Η ιστορία έχει φανταστικά στοιχεία, αλλά πράγματι ο πατέρας μου το προηγούμενο Σάββατο βρήκε μια παλιά σβούρα στο παλιό γνωστό κατάστημα, όταν του το είπαμε στην γιορτή του Χαραλάμπη μάλλον σαν αστείο .Και με πήρε τηλέφωνο …για το παιγνίδι μου!!!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου