Κοινωνία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Σκίτσο - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση
Επισκεφθείτε ΤΩΡΑ το site του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. www.anagnostis.org. Κλικ στην εικόνα

22/3/12

Εικόνες της κρίσης 8 : τα υποθετικά ψάρια

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Οι μύτες των παπουτσιών του Γιώργη κτυπούσαν τον χρόνο  πάνω στα πεντάλ του ποδηλάτου, την βιασύνη του να προλάβει τις πληρωμές της Δευτέρας.  Με το ποδήλατο του κατέβαινε ανάποδα την οδό Τσώκρη για την πλατεία του Άργους. Ο ήλιος τον κτυπούσε μες τα μάτια. Λίγο πριν την παλιά αγορά ακούει μια γνώριμη φωνή.

-Ε Γιώργη που πας; (Ήταν ο πατέρας του ανέβαινε  με τα αργά βήματα των εβδομήντα πέντε χρόνων του και τον ήλιο στην πλάτη του.)

-Πατέρα καλημέρα με τυφλώνει ο ήλιος δεν σε είδα , έχω κάτι πληρωμές να κάνω και βιάζομαι , αν μπλέξω σε καμιά ουρά θα φάω όλη την ημέρα.

-Άδειος τόπος παντού, θα προλάβεις , αν μείνει χρόνος έλα κερνάω καφεδάκι .

Κατεβαίνοντας προς την πλατεία Αγίου Πέτρου ο κεντρικός δρόμος ήταν άδειος. Τα νέα μέτρα ελεγχόμενης στάθμευσης είχαν διώξει τα αυτοκίνητα από το κέντρο. Που να πήγαν όλα αυτά τα αυτοκίνητα ή οι κάτοικοι της πόλης για λόγους οικονομίας ανακάλυψαν ξανά την βάδιση αναρωτήθηκε ο Γιώργης.

Στις τράπεζες λιγοστός ο κόσμος, τέλειωσε πολύ γρήγορα τις δουλειές του. Στην επιστροφή είδε  έξω από το κατάστημα ρούχων  του Βαγγέλη του Άρχοντα, παρατσούκλι από την εποχή που μεσουρανούσε στον Απόλλωνα Άργους, ότι  ήταν μαζεμένοι καταστηματάρχες και κουβέντιαζαν. Προφανώς πελάτης δεν είχε ακόμα κάνει την εμφάνιση του.

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν η γειτονιά του Γιώργη στην εφηβεία του, όταν ήταν βοηθός στο καφενείο του πατέρα του. Την δεκαετία του εβδομήντα και του ογδόντα η οδός Τσώκρη ήταν  σε όλο το μήκος της ένας δρόμος γεμάτος καταστήματα που ξεκινούσαν από νωρίς τις δουλειές τους. Τώρα πολλά μαγαζιά κλειστά και μερικά κτήρια μαραζωμένα, από την έλλειψη φροντίδας προβάλλουν τους πληγωμένους τους σοβάδες. Κάποτε ανέβαινε και κατέβαινε κόσμος και από τα δύο πεζοδρόμια τώρα μπορούσες και με το ποδήλατο να περάσεις πάνω στα πεζοδρόμια.

Σταμάτησε να τους χαιρετήσει. Ένα ευχάριστο ξάφνιασμα για όλους. Θυμήθηκαν τις παλιές καλές εποχές τότε που το Σάββατο το μεσημέρι μετά από μια πετυχημένη εβδομάδα οι έμποροι  έκαναν μικρά πανηγύρια στα μαγαζιά τους και οι μεζέδες της κυρά Μαρίας που σέρβιρε ο κυρ Νίκος ήταν στις δόξες τους.

-Σαν παραμύθι μου φαίνονται εκείνα τα χρόνια, πάει δεν ξαναγίνονται αυτά ( είπε ο Βαγγέλης).

-Εγώ δεν τα πρόλαβα ( είπε η Γιάννα νέα έμπορος της περιοχής) .

-Από τα χαράματα της Δευτέρας μέχρι το νύχτωμα του Σαββάτου ετούτος ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο από πάνω μέχρι κάτω ( είπε ο Λάκης που διατηρεί ένα από τα πιο παλιά καταστήματα του δρόμου) .

-Με την κρίση πως τα πάτε;

-Δεν παλεύετε η κατάσταση, δεν βλέπεις εννιά και τέταρτο και οι ταμειακές μας μηχανές είναι  αχτύπητες, έχει και τα καλά του όμως μαζευόμαστε και μιλάμε μεταξύ μας , ξαναγνωριζόμαστε.

Εκείνη την στιγμή φάνηκε ο μεγάλος όγκος της κυρά Ντίνα της ψαρούς. Ο χρόνος έγραψε πάνω της ρυτίδες , η αρθρίτιδα και η οστεοπόρωση μείωσαν το δυναμικό της βάδισμα αλλά δεν άλλαξαν την περπατησιά της. Η κυρά Ντίνα ήταν η προσωποποίηση αυτού που λέμε γυναίκα νταρντάνα, μπεσαλού και έξω καρδιά , το παρατσούκλι ψαρού της βγήκε από τον άντρα της τον ψαρά τον Μήτσο. Ο Μήτσος ακριβώς το αντίθετο σωματοδομικά από την ίδια, πετσί και κόκκαλο σχεδόν ανορεξικός, επαγγελματίας ψαράς, την βάρκα του την είχε στην  Νέα Κίο.

-Καλημέρα κυρά Ντίνα.

-Ρε Γιώργη ,  πόσα χρόνια έχω να σε ανταμώσω;

-Από τότε που έφερνες μαριδάκι στο καφενείο του πατέρα μου.

-Πως από εδώ κυρά Ντίνα πρωί-  πρωί; (Την ρώτησε ο Βαγγέλης , αφού ήξερε ότι το πόστο της ήταν στο ψαράδικο να πουλά ψάρια. Χρόνια τώρα ήταν γνωστή υπάλληλος στην ψαραγορά του Άργους με δεκάδες προσωπικούς πελάτες. Στο μαγαζί που δούλευε,  ο  άντρας της ξεπουλούσε την ψαριά του.)

-Ήρθα να δω αν θέλετε ψάρια;

-Ε θέλουμε αλλά θα περάσουμε από το μαγαζί ( της είπε η Γιάννα , ενώ με απορία κοιτούσε τα άδεια της χέρια, έτσι όπως τους ρώτησε θα νόμιζε κανείς ότι στην πλάτη της είχε ένα καλάθι με ψάρια, έτοιμα για πούλημα).

-Όχι τώρα να μου πεις και θα στα φέρω εγώ!!!

-Τα συνηθισμένα αφού ξέρεις.

-Εντάξει ( και βγάζει μέσα από την φαρδιά τσέπη του φορέματος της ένα σημειωματάριο ).

-Βαγγέλη μπακαλιαράκια θες ;

-Γιατί έχει ;

-Αν έχει ή δεν έχει είναι άλλο θέμα εσύ πες μου αν θέλεις!!! ( Η κυρά Ντίνα τον ήξερε χρόνια, ήταν μερακλής στο φαγητό του.)

-Ναι αν έχει θέλω ( παλιός έμπορος έπιασε αμέσως το μήνυμα ότι κάτι έχει αλλάξει στην κυρά Ντίνα, ποτέ δεν είχε έρθει να πάρει προκαταβολικά παραγγελία και για ψάρια που δεν ήξερε αν έχει το μαγαζί ).

-Εντάξει και με σένα .

-Κυρά Ντίνα αν έχει  ψάρια (!!!)  ( της το είπε με ιδιαίτερη έμφαση ) να μου κρατήσεις και για τα παιδιά μου θα πάω το Σάββατο στην Αθήνα να τα δω.

-Μπράβο μερακλή μου ( του είπε και του έριξε μια την παλάμη στο αριστερό του μπράτσο παραλίγο να τον ρίξει κάτω, πιάστηκε στο ποδήλατο του Γιώργη και αντάλλαξαν ένα γρήγορο βλέμμα απορίας και ανησυχίας. Δεν ήταν πράγματα αυτά κάτι δεν πήγαινε καλά με την κυρά Ντίνα. Μπήκε και ο Γιώργης στο παιγνίδι των υποθετικών παραγγελιών « αν έχει» ).

 -Κυρά Ντίνα θέλω και εγώ δυο κιλά αν έχει ;

-Τι ψάρια θέλεις ;

-Τι έχει ;

-Δεν ξέρω πες μου εσύ και θα το κανονίσω , λέγε και το κινητό σου να σε βρω.

-Εντάξει γαύρους ή κοτσομούρα και το κινητό είναι 679…

Αφού πήρε από όλους παραγγελία βάζει στην τσέπη το σημειωματάριο, από το κρεμασμένο στο λαιμό της κινητό τηλέφωνο καλεί ένα νούμερο.

-Έλα Μήτσο ξεκίνα, τα κανόνισα όλα εσύ κοίτα να βγάλεις καλή ψαριά.

-Κυρά Ντίνα τον άντρα σου πήρες τηλέφωνο; (Ρώτησε ο Γιώργης.)

-Ναι απαγορεύεται;  

-Όχι αλλά να σε ρωτήσω χωρίς παρεξήγηση , πήρες παραγγελία για τα ψάρια που θα πιάσει ;

-Ακριβώς, τζάμπα να κάψει το πετρέλαιο  και αν πιάσει καλή ψαριά να μείνουν απούλητα;

-Γιατί δεν θα τα πάρει το ψαράδικο που δουλεύεις ;

-Δούλευα.

-Τι ; Τριάντα χρόνια είσαι εκεί τώρα βρήκατε να τσακωθείτε λίγο πριν την σύνταξη;

-Δεν τσακωθήκαμε με απόλυσε. Και να μην με απόλυε θα έφευγα μόνη μου.

-Γιατί τι έγινε;

-Ο γιος του το έκλεισε το μαγαζί , το φαγάδικο που είχε στο Ναύπλιο. Το ενοίκιο που πλήρωνε για ένα μήνα είναι το ενοίκιο του πατέρα του για ένα χρόνο σχεδόν. Γύρισε πίσω στο ψαράδικο. Παλιά μου τέχνη κόσκινο, μες τα ψάρια γεννήθηκε ο μικρός.  Όπως καταλαβαίνετε δεν χώραγα και εγώ εκεί για να βγαίνει ένα αξιοπρεπές μεροκάματο.

-Για αυτό δεν σε είδα την προηγούμενη εβδομάδα; (Ρώτησε η Γιάννα.)

-Ακριβώς, τις πρώτες μέρες έπαθα σοκ , ήταν σα να πέθανε ένας δικός μου άνθρωπος, έπεσε και ο Μήτσος ψυχολογικά. Αλλά χθες του λέω Μήτσο κοντεύουμε τα εξήντα αλλά θα την παλέψουμε όπως ξέραμε. Εσύ θα βγάζεις τις ψαριές σου και εγώ θα κάνω το εμπόριο. Αλλά θα υπάρχει ένας κανόνας πρώτα θα κλείνω παραγγελίες και μετά θα μπαίνεις μέσα για ψάρεμα, μην μας μείνουν τα ψάρια αμανάτι , έχει ακριβύνει πολύ και το πετρέλαιο.

-Καλά και γιατί δεν κανονίζετε να τα δίνει πάλι στο ψαράδικο;

-Πρώτο γιατί έπεσε η δουλειά και δεύτερον όταν ραγίζει το γυαλί δεν είναι πια γυαλί. Όταν μια συνεργασία τελειώνει, τελειώνει οριστικά, οι μισές λύσεις δημιουργούν διπλά προβλήματα ( Όπως πάντα μπεσαλού και ξηγημένη η κυρά Ντίνα σκέφθηκε ο Γιώργης με μια κίνηση του χεριού τους χαιρέτησε και έφυγε).

-Γιώργη βρήκες πολύ κίνηση και άργησες , προλαβαίνεις για καφέ; (Τον ρώτησε ο πατέρας του όταν τον είδε να μπαίνει στην αυλή.)

-Το απόγευμα δεν προλαβαίνω τώρα.

Το απόγευμα ο Γιώργης έπινε τον καφέ του στο σπίτι του πατέρα του.

-Ξέρεις ποια είδα το πρωί ; Την κυρά Ντίνα την ψαρού.

-Αυτή που έφερνε τα μαριδάκια στο καφενείο .

-Πήρα και δυο κιλά ψάρια.

-Δεν σε είδα να κρατάς τίποτα

-Δεν τα είχε πιάσει ακόμα ο Μήτσος!!! ( Ο πατέρας του τον κοιτούσε με ένα βλέμμα απορία και θυμού γιατί νόμιζε ότι ο γιος του τον κορόιδευε, Εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, ο Γιώργης απάντησε με ανοιχτή ακρόαση. )

-Γιώργη δυο κιλά γαύρους που να στα φέρω ; ( Πατέρας και γιος αντάλλαξαν ένα βλέμμα, ο Γιώργης του έδωσε το κινητό. )

-Κυρά Ντίνα ο Νίκος είμαι χαθήκαμε , κατάλαβες ποιος είμαι ;

- Ε πως δεν κατάλαβα δέκα βαπόρια  μαριδάκι σου είχα πουλήσει;

-Έχει καθόλου μαριδάκι ;

-Πόσα κιλά θες ;

-Δύο .

-Εντάξει,  αλλά αύριο που θα ξαναβγεί ο Μήτσος,  αν πιάσει τα έχεις, δώσε μου το κινητό σου να σε πάρω …..

Ο κυρ Νίκος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του.



*Η ιστορία έχει φανταστικά στοιχεία αλλά είναι πραγματική η υποθετική παραγγελία ψαριών και έγινε σε κατάστημα του Ναυπλίου  ….. και στην οδό Τσώκρη στο Άργος κάποτε δεν χωρούσαν τα πεζοδρόμια τους ανθρώπους….

Υγεία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ