Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Στην δροσερή ησυχία του Απριλιάτικου πρωινού το ρυθμικό τακ
τακ της μαγκούρας του μπάρμπα Νίκου ακουγόταν μέτρα πριν φθάσει στο καφενείο
του συνονόματου του. Ο Νίκος ο καφετζής πριν λίγη ώρα είχε ανοίξει το καφενείο
, οι τέσσερις δίφυλλες πόρτες ανοιχτές
για να μπει η δροσιά της άνοιξης , στην μεγάλη κατσαρόλα με το χάλκινο βρυσάκι
στην άκρη έτοιμο το ζεστό νερό για τους πρώτους καφέδες. Η ησυχία του πρωινού,
η απουσία πελατών και η κλειστή τηλεόραση του έδωσαν την δυνατότητα να ακούσει το μπαστούνι του
μπάρμπα Νίκου. Σηκώθηκε να ετοιμάσει τον καφέ του, ήταν σίγουρο ότι πήγαινε στο
καφενείο για τον πρώτο καφέ της ημέρας.
Ο μπάρμπα Νίκος κοντά στα ογδόντα μετά από έντονη αγαπητική
γκρίνια της γυναίκας του όπως έλεγε
δέχθηκε να κρατήσει στο χέρι του μπαστούνι. Και εκεί που δεν ήθελε να
ακούσει τίποτα για κινητική υποστήριξη τις λάτρεψε τις μαγκούρες. Τώρα είχε
τέσσερις σκαλιστές μαγκούρες με την παράσταση ενός φιδιού στην λαβή και μια
γκλίτσα την οποία κόντυνε για να εκτελεί χρέη μαγκούρας. Τώρα η γκρίνια της
γυναίκας του ήταν να μην πάρει άλλες μαγκούρες.!!! Ο καφετζής σερβίρισε τον
καφέ στο γωνιακό τραπεζάκι , έσταξε τις
δυο σταγόνες ουίσκι για καρδιοπροστασία , ένα ποτήρι κρύο νερό χειμώνα
καλοκαίρι και το μαύρο σταχτοδοχείο στο πλάι για το πρώτο στριφτό τσιγάρο της
ημέρας τα καθημερινά χούγια του μπάρμπα Νίκου.
-Καλημέρα Νίκο.
-Καλημέρα μπάρμπα Νίκο.
Μετά ακολουθούσε η βουβή τελετή του πρωινού καφέ, γουλιά
γουλιά για να πάρει μπροστά η μηχανή, και το πρώτο στριφτό τσιγάρο της ημέρας.
-Μπάρμπα Νίκο δεν το έκοψες το τσιγάρο;
-Γιατί να το κόψω , έπιασα τα ογδόντα λες να μου κόψει
χρόνια!!! Για πάρε να μυρίσεις ( και του έδωσε την καπνοσακούλα ) . Μυρίζεις
τίποτα;
-Όχι δεν καταλαβαίνω κάτι , μια παράξενη μυρωδιά υγρασίας …
-Καινούργιο κόλπο τον πλένω, τον στεγνώνω και μετά τον
καπνίζω … άσε τους γιατρούς να λένε. ( Ο καφετζής τον κοίταξε με μια εύθυμη
απορία αλλά δεν έδωσε συνέχεια στην κουβέντα , τα ακμαία ογδόντα χρόνια του
μπάρμπα Νίκού ακύρωναν τις επίσημες ιατρικές απόψεις. )
-Μπάρμπα Νίκο γιατί στις μαγκούρες έχει πάντα ένα φίδι ;
-Ξέρεις τι έγραφε ο μακαρίτης ο πεθερός μου στο συνεργείο
του ;
-Όχι που να ξέρω ;
-Κάθε φίλος και ένα φίδι !!! Έτσι περπατώ στο δρόμο με ένα
φίλο αντάμα. Οι άλλοι που είναι σήμερα;
-Είναι το μνημόσυνο του κυρ Γιώργη και θα έχουν πάει όλοι
στην εκκλησία.
-Καλά που μου το είπες να πάω να βάλω και εγώ ένα κεράκι.
-Και την άλλη Κυριακή θα έχουμε ησυχία το πρωί , όλοι οι
«δημογέροντες» θα πάνε πρωί- πρωί να ψηφίσουν . Εσύ θα πας;
-Και βέβαια θα πάω (και χτύπησε την μαγκούρα στα πλακάκια
του δαπέδου σα να έλιωνε καμιά κατσαρίδα). Αυτή την φορά δεν είναι ψήφος αλλά
τιμωρία , είναι οι πιο κρίσιμες εκλογές από την σύσταση του ελληνικού κράτους .
Ή τους διαλύουμε ή μας εξαφανίζουν. ( Ήταν εντυπωσιακό να βλέπεις τον μπάρμπα
Νίκο να θυμώνει , μπορεί το κορμί να
είχε χάσει την νεανική ορμή αλλά στο βλέμμα του πρόβαλε ένας οργισμένος έφηβος
με την μολότοφ στο χέρι.)
-Και τι θα γίνει αν προκύψει μια έντονη περίοδο
ακυβερνησίας; Εσύ μπάρμπα Νίκο έχεις ζήσει ανώμαλες καταστάσεις.
-Το ζητούμενο είναι να απαιτήσουμε έναν άλλο τρόπο εξουσίας,
πρέπει να καταλάβουμε ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι μια απάτη, η βουλή
των αντιπροσώπων δεν αντιπροσωπεύει τον λαό αλλά είναι αντιπρόσωποι του μεγάλου
κεφαλαίου και ξένων συμφερόντων . Αυτοί λειτουργούν όπως οι αντιπρόσωποι
πολυεθνικών, να πουλήσουν όσο περισσότερα με το μεγαλύτερο κέρδος.
Κάναμε μεγάλο λάθος που την παντρέψαμε την άπιστη «κουφή».
-Ποια κουφή δεν κατάλαβα.
-Κουφή λένε στην Κύπρο την οχιά, που σημαίνει και την ύπουλη
γυναίκα.
-Κάποια ιστορία θα είναι για λέγε.
-Ιστορία με δικούς μας Κρανιδιώτες είναι.
-Μπάρμπα Νίκο μήπως έβαλα παραπάνω ουίσκι στον καφέ; Τι
σχέση έχει η Κύπρος με το Κρανίδι ;
-Έχει και παρά έχει . Οι Κρανιδιώτες αν δεν το ξέρεις ήταν
και καλοί σφουγγαράδες ας έχουν την φήμη οι Καλύμνιοι. Πολλοί από αυτούς
αποίκισαν στην Κύπρο.
-Άλλο και τούτο.
-Ο μπάρμπα Γιάννης λοιπόν ο Κρανιδιώτης καλός καπετάνιος και
καλός σφουγγαράς συχνά έπιανε με το καΐκι του στην Σκάλα στην Λάρνακα. Εκεί στο
καπηλειό «το μαγκάλι» , απέναντι από την σημερινή τεχνική σχολή της Λάρνακας
είδε την Λενιώ να χορεύει έναν
αντικριστό κυπριακό χορό και ξύπνησαν όσες φουρτούνες μπορούσε να χωρέσει η
καρδιά του. Μεγάλος παράφορος έρωτας , ξεπέρασε και την αγάπη του για την
θάλασσα και τον τόπο του.
-Ρε Γιάννη μην βιάζεσαι , δεν την ξέρεις , δεν έχει και την
καλύτερη φήμη τούτη η κοπέλα .( Του έλεγε ο καλύτερος του φίλος εκεί ο Πετρής.
Ο καπετάν Γιάννης δεν άκουγε και δεν έβλεπε τίποτα η Λενιώ νέα Σαλώμη του είχε
πάρει το νου.)
-Να μην στα πολυλογώ την παντρεύτηκε με παπά τον παπα-
Γιάννη και κουμπάρο τον καλύτερο του
φίλο. Κάθισε έξι μήνες στην στεριά αλλά τελικά η θάλασσα μίλησε μέσα του. Με
αφορμή να καλυτερέψουν τα οικονομικά τους ξαναγύρισε στα ταξίδια , όχι όμως
μακρινά , δυο – τρεις μέρες έλλειπε από το σπίτι. Όσο να παίρνει την αλμύρα της
θάλασσας και να γυρίζει. Μετά από μερικά ταξίδια κατάλαβε ότι κάτι είχε αλλάξει
στην συμπεριφορά της γυναίκας του. Μια μέρα της λέει ότι θα λείψει για τέσσερις
μέρες. Παίρνει το καΐκι και το αράζει στο λιμανάκι στο χωριό Ξυλοφάγου, από
εκεί με άλογο πίσω στην Σκάλα. Παραφυλάει και βλέπει την γυναίκα του να μπάζει
νύχτα στο σπίτι τον καλύτερο φίλο του, τον κουμπάρο του. Του ανέβηκε το αίμα
στο κεφάλι. Τώρα κατάλαβε γιατί του έλεγε ο φίλος του ότι δεν είχε και την
καλύτερη φήμη η Λενιώ. Σκέφτηκε να τους σκοτώσει και τους δυο, ευτυχώς δεν είχε
κανένα όπλο εκείνη την στιγμή πάνω του. Μες την νύχτα γυρίζει πίσω στο
Ξυλοφάγου, το μυαλό του δούλευε και μέχρι να φθάσει στο καΐκι του βρήκε την
λύση. Την άλλη μέρα αγοράζει από ένα χωριανό ένα σεπέτο ( όπλο) και νοικιάζει
άλλο ένα άλογο για μια μέρα.
Το απόγευμα χτυπάει την πόρτα του παπα Γιάννη, ήταν ο παπάς
που τον πάντρεψε, σε αυτό το εξάμηνο είχαν γίνει και φίλοι.
-Παπά σε θέλω.
-Είναι κάτι αναγκαίο Γιάννη μου;
-Είναι, ανέβα και μην λες πολλές κουβέντες .( Ο παπάς τον
είδε αγριεμένο είδε και το όπλο φοβήθηκε αλλά τον γνώριζε και υπάκουσε.)
-Φτάσανε στο σπίτι του απ΄ έξω .
-Γιάννη έγινε τίποτα κακό στο σπίτι σου;
-Όπως το πάρει κανένας …περίμενε εδώ και θα σου φωνάξω να
μπεις .
-Μπαίνει μέσα ο Καπετάν Γιάννης και πιάνει τους δυο εραστές
στο κρεβάτι. Αυτοί τυλίγονται όπως- όπως με δυο σεντόνια και τον κοιτούν
αποσβολωμένοι.
-Καπετάν Γιάννη να σου εξηγήσω … ( του είπε ο φίλος του).
-Να μην μου πεις τίποτα …. Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσεις
τίποτα θα σου εξηγηθώ τώρα εγώ αμέσως ( και τον σημαδεύει με το όπλο του,
κοκαλώνει ο άλλος , η άπιστη Σαλώμη είχε μείνει άλαλη). Παπά έλα μέσα . (Εκείνοι
νόμισαν ότι θα τους διάβαζε ο παπάς την εξόδιο ακολουθία και ότι μετά θα τους
σκότωνε ο απατημένος σύζυγος. Μπαίνει μέσα ο παπάς και στην αρχή τα χάνει.
)
-Γιάννη μου είναι μεγάλη αμαρτία να αφαιρέσεις μια ζωή … σε
παρακαλώ κατέβασε το όπλο να το συζητήσουμε λίγο .
-Δεν συζητάμε τίποτα. ( Μένει με το όπλο σηκωμένο ο καπετάν
Γιάννης , ένα μικρό χαμόγελο που άρχισε να γράφεται στην άκρη των χειλιών του
κάπως καθησύχασε τον παπά.) Άρχισε να τα ψέλνεις …
-Τι να ψάλω Γιάννη μου ;
-Την τελετή του γάμου , αυτή θα είναι η τιμωρία του φίλου
μου θα παντρευτεί την «κουφή» !!!
-Μα δεν έχετε πάρει διαζύγιο Γιάννη μου.
-Παπά κάνε τον γάμο για να μην κάνουμε διπλή κηδεία …
-Έτσι που λες τυλιγμένους με τα σεντόνια της απιστίας γύρω
από το αμαρτωλό κρεβάτι τους έβαλε να χορέψουν τον χορό του Ησαΐα. Ο ίδιος
γύρισε στο Ξυλοφάγου παντρεύτηκε και τα τρισέγγονα του ζουν ακόμα σε εκείνο τον
τόπο. Ε ότι έκανε ο καπετάν Γιάννης κάναμε και εμείς αλλά είναι λάθος.
-Δηλαδή;
-Η «κουφή» η άπιστη
Σαλώμη είναι η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία .Αυτή μας πλάνεψε και πήρε την θέση της Λαϊκής Δημοκρατίας που με τόσες θυσίες
και αίμα πάλεψε να την κατακτήσει ο ελληνικός λαός από τα πανάρχαια χρόνια
μέχρι την πόρτα του Πολυτεχνείου. Την πιάσαμε να μας ατιμάζει με τους
Αντιπροσώπους τους καλύτερους φίλους του λαού όπως παρουσιάζονταν μέσα στο ίδιο
μας το σπίτι. Αντί να του παίξουμε και του δύο με το σεπέτο ( όπλο) φωνάξαμε
τον παπά και τους παντρέψαμε, για να μην βάψουμε τα χέρια μας με αίμα, και να
τα αποτελέσματα . Την άλλη Κυριακή δεν είναι καλή ψήφος, είναι καλό βόλι , κάθε
ψήφος και ένα χτύπημα στους άπιστους. ( Ο μπάρμπα Νίκος ήπιε την τελευταία
γουλιά από τον καφέ του και έπιασε την μαγκούρα με την φιδίσια λαβή, είδε ότι
το μάτι του καφετζή έπεσε πάνω στην λαβή). Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι
μια οχιά στο σπίτι του Λαού Νίκο μου, εμείς της το επιτρέψαμε και όπως σωστά το
λένε στην Κύπρο τούτο το ύπουλο φίδι «κουφή» , γιατί έπαψε εδώ και 38 χρόνια
μεταπολίτευσης να αφουγκράζεται τον λαό. Μόνο αν επιστρέψουμε στις κοινότητες
θα έχουμε ελπίδα …. Άντε να πάω να βάλω και εγώ κεράκι στον μακαρίτη…. Και που
είσαι μην ξεχνάς μπορεί να την παντρέψαμε την «κουφή» αλλά δεν την
παντρευτήκαμε κιόλας…αλλιώς ετοιμάζουμε την δικιά μας κηδεία.
*Η ιστορία έχει φανταστικά στοιχεία, αλλά ο Κρανιδιώτης
σφουγγαράς πράγματι πάντρεψε την άπιστη σύζυγο στην Λάρνακα την ιστορία του μου
την είπε απόγονος του στο κοκκινοχώρι
Ξυλοφάγου της Κύπρου. Στην αρμολόγηση της ιστορίας βοήθησαν ατάκες του Χαμπή
της Ανδριανούς ( ο πεθερός μου) και οι
μαγκούρες με φιδίσια κεφάλια που μαζεύει ο πατέρας μου Νίκος ο καφετζής, τώρα κοντά στα ογδόντα του…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου