H απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Την Τρίτη της πρωτομαγιάς
κατόπιν υπόσχεσης γονέων και επιθυμίας παίδων ξεκινήσαμε να πάμε στην Κρύα
Βρύση, το χωριό της γιαγιάς Μαρίας όπως είναι κωδικοποιημένο στην οικογενειακή
μνήμη. Είχαμε πάει πριν δυο χρόνια και
στα παιδιά άρεσε πάρα πολύ. Εκείνη την χρονιά ήμασταν μόνοι μας στην άπλα της
βρύσης , χάρηκαν πολύ όταν αφέθηκαν ελεύθερα στα λουλουδιασμένα χώματα να
μαζέψουν λουλούδια για να φτιάξουν το μαγιάτικο στεφάνι τους.
Φθάσαμε στην οδό Γούναρη
με κατεύθυνση προς το Κεφαλάρι. Οι μνήμες στους ανθρώπους είναι γαντζωμένες σε
κάτι σκοτεινές χαραμάδες και όταν για κάποιους λόγους τους δοθεί ένα ερέθισμα ,
οπτικό ακουστικό λεκτικό ακόμα και οσφρητικό τότε προβάλουν ολοζώντανες μέσα
στο νου. Από εκείνο το δρόμο έχω περάσει χιλιάδες φορές , αλλά επειδή εκείνη
την ημέρα πήγαινα στο χωριό η διαδρομή ενεργοποιούσε μνήμες από τα παιδικά
χρόνια.
Περνώντας από το γνωστό
παντοπωλείο του Σκλήρη, θυμήθηκα ότι αυτό το κατάστημα ήταν το σημείο αναφοράς
για τους χωριανούς. Κάθε Τετάρτη και Σάββατο με αφετηρία μπροστά από αυτό το
κατάστημα το φορτηγό του Πατούρα εκτελούσε το δρομολόγιο Άργος –Κρύα Βρύση.
Θα έχουν περάσει κοντά
σαράντα χρόνια από τότε που έχω μνήμες, όταν έκανα το πρώτο μου δρομολόγιο με
εκείνο το ηρωικό φορτηγό για να πάω στην γιαγιά μου. Στα παιδικά μου μάτια το
πίσω μέρος του σκεπασμένου με πανιά φορτηγού έμοιαζε με μια μικρή σπηλιά. Καθώς
με βάλανε μέσα διαπίστωσα ότι στην «σπηλιά» δεν υπήρχε ο κακός ο δράκος αλλά
δυο σειρές ξύλινων καθισμάτων στο πλάι. Στην μέση έβαζαν τα ψώνια τους από το
παζάρι. Εκείνη η διαδρομή εκείνες τις εποχές ήταν μια ηρωική πράξη του οδηγού.
Μια φορά με έβαλαν και μπροστά στο κουβούκλιο . Με εντυπωσίασε το μεγάλο τιμόνι
και ο τρόπος που άλλαζε τις ταχύτητες ο οδηγός. Ο δρόμος δύσβατος και
επεισοδιακός αλλά με αυτό το φορτηγό κράτησαν ένα δίαυλο επικοινωνίας με την
πόλη και την αγορά σε δύσκολα χρόνια.
Μέχρι την Ζόγκα και το
Άγιο Ιγνάτιο όσο να αφορά την κατάσταση
του δρόμου ήμασταν αρκετά καλά. Από εκεί και μετά άρχισαν τα δύσκολα. Ο δρόμος
ήταν σε χειρότερη κατάσταση από όταν τον περάσαμε τελευταία φορά. Ευτυχώς
πηγαίναμε μόνοι μας και μπορούσαμε να κάνουμε όσα ζικ ζαγκ θέλαμε!!! Από την ένταση να αποφεύγω γούβες άρχισα να
νοιώθω το τιμόνι να μεγαλώνει και να γίνεται σαν εκείνο που οδηγούσε ο ηρωικός
φορτηγατζής εκτελώντας χρέη συγκοινωνίας πριν πολλές δεκαετίες.
Μετά πολλών λακκουβών και
ελιγμών φθάσαμε στο πρώτο εκκλησάκι του χωριού τον Άγιο Γεώργιο, όταν περάσαμε
και το δεύτερο την Αγία Παρασκευή η αισιοδοξία ότι θα τα καταφέρουμε να
φθάσουμε στην Βρύση εδραιώθηκε μέσα μου. Άρχισα να νοιώθω το τιμόνι να
ξαναπαίρνει κανονικές διαστάσεις ξεπερνώντας την μνήμη του φορτηγού. Με μερικά
ζικ ζαγκ ακόμα φθάνουμε και στον Άγιο Κωνσταντίνο, την τρίτη και τελευταία
εκκλησία του χωριού ανεβαίνοντας. Ήταν σοφοί αυτοί που αποφάσισαν να χτίσουν το
κοιμητήριο σε αυτή την θέση, σε ένα ύψωμα λίγο πιο έξω από το χωριό.
Αυτούς που «έφυγαν»
συναντάς πρώτα και αυτούς πρέπει να χαιρετήσεις πρώτα απ όλους με ένα αναμμένο καντήλι και να τους τιμήσεις
με λίγο λιβάνι πάνω στο κάρβουνο. Εδώ από το κοιμητήριο του Αγίου Κωνσταντίνου
οι νεκροί αγναντεύουν το χωριό τους. Αυτοί είναι οι σιωπηλοί φύλακες του χωριού
σε κάθε νέα ανατολή. Σε αυτή την εκκλησία γινόταν η ανάσταση κάθε Πάσχα. Η
λειτουργία γινόταν πάντα νωρίτερα γιατί ο ένας και μοναδικός ιερέας της
περιοχής έπρεπε να εξυπηρετήσει μια πολύ μεγάλη περιοχή. Αργά το βράδυ της
ανάστασης από την πόρτα της εκκλησίας μέχρι τα πρώτα σπίτια του χωριού έβλεπα
ένα κινούμενο κίτρινο φίδι. Οι χωριανοί σιωπηλοί πήγαιναν στα σπίτια τους,
κρατώντας το ‘Αγιο Φως. Δεν είχε φθάσει μέχρι τότε το ηλεκτρικό ρεύμα στον τόπο
εκείνο. Όταν βράδιαζε άνθρωποι, ζώα ,αντικείμενα πρόβαλαν τις σκιές τους πίσω από τις λάμπες
πετρελαίου.
Μετά την στάση στο
νεκροταφείο, ξεκινήσαμε για την βρύση. Έτσι όπως δεν είχε κίνηση ο δρόμος
πίστευα ότι θα ήμασταν και πάλι μόνοι μας.
Φτάνοντας στο παλιό σχολείο του χωριού διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει
περίπτωση να φθάσω με το αμάξι στην βρύση ήταν πάρα πολλά τα αυτοκίνητα. Ο
Δημήτρης με νοήματα μου δείχνει να παρκάρω σε μια ανηφοριά. Κατεβάζω το τζάμι του αυτοκινήτου για να τον
χαιρετήσω και μια μυρωδιά από ψητά άναψε, πρόβαλε και φώτισε στο μυαλό μου
εικόνες από τις μοναδικές πασχαλιές που ζήσαμε εκεί.
Η Κυριακή του Πάσχα ήταν
μια πραγματική μέρα κοινότητας. Πολλές οικογένειες τρώγανε μαζί στο πασχαλινό
τραπέζι. Για το ψήσιμο του αρνιού ακολουθούσαν μια παράξενη τεχνική . Το αρνί
ήταν περασμένο σε μια ξύλινη σούβλα. Έβαζαν ξύλα στον φούρνο. Όταν καθόταν η
φωτιά ο παππούς μου ο Βασίλης, έβαζε το χέρι του μέσα στο φούρνο και γυρνούσε
κυκλικά το χέρι. Ανάλογα με το πόσες στροφές μπορούσε να αντέξει τους κύκλους
του χεριού έλεγε αν είναι έτοιμη η φωτιά. Μετά βάζανε μέσα το αρνί αλλά με
λάσπες και πέτρες σφάλιζαν το φούρνο και ο παππούς όριζε πόση ώρα θα μείνει
μέσα για να ψηθεί. Καμία χρονιά δεν απότυχε αυτή η τεχνική. Ήταν απίστευτη εκείνη η ημέρα στα παιδικά μας
μάτια , όλο το χωριό ήταν ένα σπίτι μια οικογένεια. Οι παρέες ανακατεύονταν
μεταξύ τους και προέβαιναν σε γενναίες οινοποσίες με απρόβλεπτα εύθυμα γεγονότα κατά καιρούς. Κάποτε οι άντρες του
χωριού μπήκαν να χορέψουν μέσα στην μεγάλη γούρνα που μάζευε το νερό. Μια άλλη
χρονιά χόρευαν κρεμασμένοι από τα ξύλινα δοκάρια στο σπίτι του μπάρμπα Λιά. Μα
κορυφαίο αστείο ήταν όταν ένα Πάσχα αργά το απόγευμα οι αποκαμωμένοι από το
χορό και το κρασί γλεντοκόποι πήγαν για ύπνο. Ο μπάρμπα Χαρίλαος, ένας σοφός
και χωρατατζής παππούς πήρε μια κούπα κρασί και ένα κουτάλι και γύρναγε από
σπίτι σε σπίτι να «κοινωνήσει» τα παιδιά γιατί ήταν σοβαρά τα πράγματα!!!! Τους
έδινε από μια κουταλιά κρασί έκανε και τον ψάλτη στους κουρασμένους από το χορό
και το πότο!!!
Ο σύλλογος του χωριού σε
μια αυθόρμητη απόφαση ετοίμασε γλέντι στην βρύση για την Πρωτομαγιά, έδρα του
συλλόγου το παλιό σχολείο. Το κτήριο που κάποτε πρόσφερε τις πρώτες γνώσεις
συνεχίζει σήμερα να παραδίδει μαθήματα κοινότητας. Κατεβαίνοντας από τα
αυτοκίνητο βλέπω από τους πλαϊνούς δρόμους άνθρωποι να μεταφέρουν με τα χέρια
τα φαγητά τους για την αντάμωση.
Πέρα από τους ντόπιους
και αυτούς που είχαν ρίζες στο χωριό ήταν και παρέες που ήρθαν για πρώτη φορά.
Είχαν μείνει εντυπωσιασμένοι από την αυθεντικότητα του τοπίου και την γνήσια
ζεστή φιλοξενία των ντόπιων. Τα μικρά παιδιά σε ένα τόπο με θετική ενέργεια
γρήγορα έγιναν φίλοι και χάθηκαν στα χωράφια για λουλούδια και για τα παιγνίδια
τους. Η μια παρέα άρχισε να ανταλλάσει
μεζέδες με την άλλη.
Οι μουσικές έδωσαν το
δικό τους τόνο στην ατμόσφαιρα. Οι χοροί
άρχισαν με τον Χαρίλη να παρακινεί τον έναν με τον άλλο να μπει στο χορό.
-Η μόνη θεραπεία είναι ο
χορός αρκεί να μην σε χορέψουν στο ταψί !!! ( Όπως έλεγε.)
Και μέσα σε αυτό τον
κυκλωτικό χορό ένοιωθες ότι αυτοί οι άνθρωποι, με βιωματικό τρόπο , μέσα στην
καθημερινή τους ζωή συντηρούσαν ένα πολύτιμο δώρο του ελληνικού πολιτισμού την
κοινότητα. Αν κάτι μας έσωζε μέχρι τώρα
ως Έλληνες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα , ήταν ο διαφορετικός τρόπος με τον
οποία αντιμετωπίζαμε την α-λήθεια. Δεν
υπάρχει ιδιωτική και ατομική αλήθεια στην κοινότητα του ελληνικού τρόπου. Ο
καθένας φανερώνεται και φανερώνει την αλήθεια του μέσα στην κοινότητα,στο
κοινωνείν. Όταν η προσωπική αλήθεια βιωματικά κοινωνείται τότε επαληθεύεται.
Εκεί ο εαυτός , ως πρόσωπο βρίσκει τον κυκλωτικό χορό που δίνει νόημα στην
καθημερινή ζωή του. Εκεί γίνεται τμήμα της δυναμικής σπείρα που τον συνδέει με
το παρελθόν αλλά και του δίνει την δύναμη να πορευτεί στο μέλλον. Δεν
εξαντλείται η αλήθεια σε αντικειμενικούς ορισμούς αλλά βιώνεται ως γεγονός μέσα
από την συλλογική δράση.
Φύγαμε νωρίς το απόγευμα
έμαθα ότι το γλέντι κράτησε μέχρι αργά το βράδυ.
Τα παιδιά όπως πολύ καλά
ξέρουν με το δικό τους αισθητήριο, αν και φέτος ήταν μια άλλη εμπειρία η
πρωτομαγιά στην Κρύα Βρύση , θεωρούν δεδομένο ότι και του χρόνου εκεί θα πάμε….
έστω και με περισσότερα οδικά ζικ ζαγκ….
*Τα μέλη του συλλόγου
του χωριού σε κάποιο ανοιξιάτικο αντάμωμα τους θα πρέπει να καλέσουν και
ανθρώπους του δημοτικού συμβουλίου Άργους Μυκηνών. Μπορεί να ταλαιπωρηθούν να
φθάσουν μέχρι την βρύση γιατί ο δρόμος είναι σε κακά χάλια. Αλλά όταν φθάσουν
αν μπορέσουν να νοιώσουν την θετική ενέργεια και την αυθεντικότητα του τόπου
και των ανθρώπων τότε θα καταλάβουν γιατί θα πρέπει να βελτιώσουν άμεσα το
οδικό δίκτυο. Η εύκολη πρόσβαση σε κοιτίδες κοινότητας είναι μια «επιστροφή»
στο μέλλον της ελληνικότητας μας. Η εύκολη πρόσβαση σε αυθεντικούς τόπους της
ιδιαίτερης πατρίδας μας είναι και μια πράξη αντίστασης στην ισοπεδωτική
παγκοσμιοποίηση..….
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου