Κοινωνία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Σκίτσο - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση
Επισκεφθείτε ΤΩΡΑ το site του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. www.anagnostis.org. Κλικ στην εικόνα

24/5/12

Η λεμονάδα της οργής…..


Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου

Όλα τα προβλήματα  μαζί έπεσαν πάνω στο Θανάση. Ο πατέρας του βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο ,στα τελευταία του. Το μαγαζί να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Ο πατέρας του ο κυρ Γιώργης έμεινε στην κατοχή ορφανός από πατέρα. Οι Ναζί σε αντίποινα για την δολοφονία γερμανών στρατιωτών έπιασαν τυχαία είκοσι έλληνες και τους εκτέλεσαν όλους μαζί κάτω από ένα κυπαρίσσι. Τραγική ειρωνεία ο κυρ Γιώργης πήγε μετανάστης στους φονιάδες του πατέρα του. Τα εργοστάσια αυτών που αιματοκύλησαν τον κόσμο  έδεναν το ατσάλι με τον ιδρώτα των παιδιών αυτών που δολοφόνησαν οι Ναζί -Γερμανοί . Η φτηνή αποδοτική εργατική τάξη των νικητών και η μη απόδοση των αποζημιώσεων για τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο στήριξαν το οικονομικό θαύμα της Γερμανίας. Για να μην ξεχνάμε και το πόσο καλά πέρασε ο Γερμανικός λαός με τις περιουσίες των Εβραίων τις οποίες δέσμευε το καθεστώς αλλά υπήρχε η σιωπηρή ανοχή της οικονομικής ευδαιμονίας και του ισχυρού κράτους , του οποίου ο τροχός κυλούσε με το αίμα των λαών.
Όπως και να έχει ο κυρ Γιώργης από δουλειά σε δουλειά , με ιδρώτα αίμα και πολύ σκληρές οικονομίες τα κατάφερε και έκανε ένα καλό κομπόδεμα. Μετά από δέκα πέντε χρόνια ξενιτειάς γύρισε στην πατρίδα και άνοιξε ένα μικρό εστιατόριο.  Delikatessen (εκλεκτά τρόφιμα) το ονόμασε. Το μεράκι η τεχνογνωσία  που έφερε από την ξενιτειά σύντομα το έκαναν συνώνυμο του καλού φαγητού, οι ντόπιοι το κωδικοποίησαν σαν Ντελικάτο και έτσι έμεινε τελικά.
Ο Θανάσης τα έπαιρνε τα γράμματα, έκανε κάποιες κουβέντες στον πατέρα του να σπουδάσει αλλά τελικά άκουσε τις συμβουλές του..
-Θανάση το μαγαζί δικό σου είναι , τα χρήματα που βγάζουμε είναι καλά. Εδώ θα κάνει το μεράκι σου και δεν θα έχεις κανένα πάνω από το κεφάλι σου. Αν σεβαστείς τον πελάτη σου μην φοβάσαι τίποτα.
Και πράγματι οι δουλειές για αρκετά χρόνια πήγαιναν πολύ καλά. Πήραν και ένα δάνειο και το μεγάλωσαν το μαγαζί , έγινε πια κανονικό εστιατόριο , ευρωπαϊκών προδιαγραφών όπως έλεγε ο κυρ Γιώργης. Δεν πρόβλεψαν όμως το απότομο τσουνάμι που ήρθε και τα βούλιαξε σχεδόν όλα. Ο κυρ Γιώργης αρρώστησε βαριά , ένας σαδιστής καρκίνος σαν άλλος γύπας του κατέτρωγε τα σωθικά μέρα με την ημέρα. Ξεκίνησε και τις χημειοθεραπείες , όλες σε ιδιωτικό νοσοκομείο γιατί αν περίμενε την λίστα αναμονής από το δημόσια νοσοκομεία η πρώτη χημειοθεραπεία θα γινόταν μετά τα «σαράντα» του. Με την οικονομική κρίση ο κόσμος το πρώτο που έκοψε ήταν φαγητό ιδιαίτερα στα καλά εστιατόρια που πρόσφεραν πιο ποιοτικό φαγητό αλλά κόστιζαν παραπάνω . Έφτασε στο σημείο να χρωστά δυο ΤΕΒΕ ο Θανάσης αλλά στον πατέρα του κουβέντα δεν ήθελε να τον στεναχωρήσει.  Αυτή την εβδομάδα βάρυνε πολύ ο κυρ Γιώργης , τον πήγαν στο δημόσιο νοσοκομείο γιατί ήταν αδύνατη η φροντίδα του σπίτι, πόναγε πολύ , ο γύπας καρκίνος τον είχε κατασπαράξει.
Με βαριά στεναχωρημένα βήματα έφτασε ο Θανάσης στο μικρό ψιλικατζίδικο έξω από το νοσοκομείο. Είχε πάει να αγοράσει υποσέντονα, οινόπνευμα και χαρτί υγείας. Οι ελλείψεις στα δημόσια νοσοκομεία ήταν πλέον ορατές.  Τα μάτια του ανθρώπου πρέπει να είναι από τα πιο ατίθασα όργανα, αναζητούν την ελπίδα , την φυγή ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες . Πολλές φορές ακολουθώντας ένα αρχέγονο μονοπάτι του ινιακού λοβού αντιστέκονται στην  βούληση και την συνείδηση. Τα μάτια του Θανάση ενώ έκανε τα ψώνια του έπεσαν πάνω σε στην εφημερίδα « η μεγάλη ευκαιρία» .
-Λογάριασε και μια εφημερίδα είπε στον υπάλληλο που έκανε τον λογαριασμό.
Πάλι με αργά στενάχωρα βήματα μπήκε στον μεγάλο διάδρομο του νοσοκομείου. Ξεφύλλιζε την εφημερίδα. Τα μάτια του μέσα από ασυνείδητες αρχέγονες διαδρομές αναζητούσαν την ελπίδα.  Το βλέμμα του έπεσε στην αγγελία με τα έντονα μεγάλα μαύρα γράμματα. « Μοναδικές ευκαιρίες σε ελληνικά εστιατόρια στην Γερμανία. Υψηλές αμοιβές». Μια σκέψη , μικρή ελπίδα , πυγολαμπίδα που φτερούγισε μέσα στο μυαλό του φώτισε για λίγο στο μυαλό του αλλά έσβησε απότομα  όταν είδε το σκοτεινό βλέμμα του γιατρού στην άκρη του διαδρόμου.
Ο κυρ Γιώργης τον περίμενε, πήρε τρεις ανάσες , ένα δάκρυ, ένα χαμόγελο αποχαιρετισμού και έγειρε δεξιά το κεφάλι. Ο Θανάσης του έκλεισε τα μάτια.
Μετά την κηδεία μαζεύοντας τα πράγματα του πατέρα του , η εφημερίδα τυλιγμένη σε σχήμα σωλήνα μέσα στα τελευταία ψώνια έγινε το κιάλι για να κοιτάξει προς τον επόμενο προορισμό του.
-Γυναίκα θα το δοκιμάσω και αυτό, αν τα λεφτά είναι τόσο καλά όσο λένε σε ένα χρόνο θα έχουμε ξελασπώσει.
Στην πτήση για Γερμανία  ανακάλυψε ότι το αεροδρόμιο του Βερολίνου είχε γίνει ο νέος σταθμός του Μονάχου για έλληνες μετανάστες.  Ήταν δυο κατηγορίες, νέα μορφωμένα παιδιά που ήξεραν την γλώσσα έκλεισαν δουλειές μόνοι τους  και άνθρωποι της ηλικίας του, απλοί  εργάτες που πήγαιναν στα τυφλά χωρίς να ξέρουν την γλώσσα.  Ο Θανάσης μέσα του αισθανόταν λίγο τυχερός γιατί θα πήγαινε σε ελληνικό εστιατόριο.
Με την ταμπέλα του εστιατορίου γραμμένη στα ελληνικά τον περίμενε ένας υπάλληλος του μαγαζιού που δεν ήξερε λέξη ελληνικά. Στα βουβά έφτασαν έξω από το εστιατόριο.
-Το διαβατήριο σου ( αντί για καλημέρα ήταν η πρώτη κουβέντα του αφεντικού).
-Μα δεν έχω άλλο χαρτί για να κυκλοφορώ.
-Δεν χρειάζεται να κυκλοφορείς πουθενά , όλα όσα χρειάζεσαι εδώ τα  έχεις , στον πάνω όροφο το δωμάτιο σου και κάτω είναι το εστιατόριο.
Ο Θανάσης δεν είπε τίποτα. Μια σκοτεινή σκέψη του πέρασε από το μυαλό , στις εφημερίδες είχε διαβάσει ότι στις κοπέλες που έφεραν για εκμετάλλευση στην Ελλάδα το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να τους παίρνουν το διαβατήριο και να τις ξυλοφορτώνουν. Αλλά δεν  μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο ένας πατριώτης του!!
Τα βάσανα του ξεκίνησαν αμέσως . Η δουλειά του ήταν πιο κάτω από το ισόγειο που του είπε το αφεντικό. Στο υπόγειο ήταν η δουλειά του, να πλένει πιάτα δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες την ημέρα. Ένα πιάτο φαί και κομμάτια πήγαινε για ύπνο. Το μικρό ραδιοφωνάκι με τις ελληνικές μουσικές που έπιανε τον βοηθούσε στα όνειρα του να φέρνει εικόνες από την πατρίδα, ύπνος της παρηγοριάς.
Ήταν πρώτες μέρες έκανε υπομονή. Μετά από λίγο καιρό θα εξηγούσε στο αφεντικό ότι είχε εμπειρία σε τέτοια μαγαζιά και θα τον αξιοποιούσε κάποιο άλλο πόστο  και με καλύτερα λεφτά. Αλλά για τα λεφτά δεν έκαναν κουβέντα. Πήρε μεγάλη απογοήτευση όταν κατάλαβε ότι δεν θα πληρωνόταν τον πρώτο μήνα.
-Άκου φίλε , το φαγητό σου , το δωμάτιο σου και τα έξοδα για να κάνω τα χαρτιά σου στο γερμανικό κράτος είναι παραπάνω από τον μισθό σου. Όταν ισοφαρίσουμε θα πληρώνεσαι.

Δεν του άρεσε αυτό του Θανάση αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα. Γλώσσα δεν ήξερε , χαρτιά δεν είχε , εγκλωβισμένος εργάτης στα χέρια του πατριώτη. Στο τέλος του δεύτερου μήνα πάλι τα ίδια.
-Φίλε σχεδόν ισοφαρίσαμε.
-Μα δεν έχω ούτε για τσιγάρα , μου τέλειωσαν τα λεφτά που είχα μαζί μου.
-Και εγώ γιατί είμαι εδώ!!! Πάρε να φουμάρεις με την ψυχή σου (  του πέταξε δυο κούτες τσιγάρα απροσδιορίστου μάρκας και χωρίς τα σημάδια νόμιμης αγοράς) .
Ο Θανάσης κατάλαβε ότι είχε μπλέξει με απατεώνα. Το πατριωτάκι ο Έλληνας  ήταν χειρότερος και από τον ναζί που σκότωσε τον παππού του, εκείνος τον σκότωσε με μια σφαίρα ετούτος τον σκότωνε κάθε μέρα λίγο -λίγο.
Πέρασαν άλλε δέκα πέντε μέρες αλλά φως δεν είδε.  Στην οικογένεια του μια δυο φορές μίλησε δεν είπε τίποτα. Το μόνο καλό ότι άκουσε την γυναίκα του αισιόδοξη.
-Αν δεν είναι καλά εκεί έλα πίσω , θα δεις θα τα καταφέρουμε , σου έχω μια έκπληξη ελπίζω όλα να πάνε καλά.
Ήταν Δευτέρα βράδυ όταν μέσα στα άλλα που είχε να πλύνει ο Θανάσης ήταν και ένα μπουκάλι στο οποίο είχε μείνει λίγη λεμονάδα. Έβγαλε τα πλαστικά γάντια έπιασε το μπουκάλι και άρχισε να το μυρίζει. Ίδια η λεμονάδα η σπιτικιά που έφτιαχνε  η μάνα του. Η νοσταλγία ξύπνησε μέσα του μνήμες , δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Πήρε ένα ποτήρι άδειασε την λεμονάδα και την κρατούσε κάτω από την μύτη του. Τα κλειστά του μάτια έσφιξαν απότομα και άνοιξαν με ένα μεγάλο θυμό. Ανέβηκε πάνω στο δωμάτιο και σε ένα λεπτό ήταν έτοιμος ο σάκος με τα λίγα πράγματα του . Σαν αστραπή έφτασε στην ρεσεψιόν, το μαγαζί γεμάτο από κόσμο .
-Ρε παλιό κερατά το διαβατήριο , τα λεφτά που δούλεψα και ένα ταξί τώρα γιατί θα κάνω τέτοια φασαρία που δεν θα πατήσει κόσμος για ένα χρόνο στο μαγαζί σου.
-Θανάση μου να το συζητήσουμε. Πατριωτάκια είμαστε !!!
-Διαβατήριο , λεφτά ταξί τώρα!!! (Κάποιοι άρχισαν να κοιτάνε προς την ρεσεψιόν.)
Την άλλη μέρα ο Θανάσης έφτασε στο σπίτι του. Ήταν το απρόσμενο δώρο για το παιδί του , την γυναίκα και την μάνα του. Αφού συνήλθαν από την συγκίνηση η γυναίκα του πήγε στην κουζίνα .
-Να Θανάση και η έκπληξη που σου έλεγα. ( Και του φέρνει ένα ποτήρι λεμονάδα σαν αυτό που ξύπνησε την οργή του  στην  Γερμανία. Ο Θανάσης πήρε το ποτήρι μύρισε και έμεινε με απορημένα ανοιχτά τα μάτια του).
-Με τις γυναίκες του πολιτιστικού συλλόγου κάναμε συνεταιρισμό , φτιάχνουμε φυσικούς χυμούς, δεν θα το πιστέψεις πάμε τόσο καλά που κάνουμε και εξαγωγή στην Γερμανία…… Η μάνα σου αρχιμαστόρισσα !!!

*Η ιστορία είναι φανταστική με αφορμή δημοσίευμα στο Κυριακάτικο Βήμα «Έλληνες εκμεταλλεύονται Έλληνες στην Γερμανία» 20/5/20012.




Υγεία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ