Κοινωνία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Σκίτσο - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση
Επισκεφθείτε ΤΩΡΑ το site του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. www.anagnostis.org. Κλικ στην εικόνα

2/8/12

Ο Βρωμάκης και η διχάλα

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου

Ο Μανώλης ο Κρητικός  αρχές του Ιούλη βρέθηκε στο Άργος για ένα γάμο. Συνδύασε διακοπές, μνήμες και οικογενειακές υποχρεώσεις. Από το Άργος ήταν και ένας φίλος του από τον στρατό δεκαεφτά χρόνια κρατούσαν επικοινωνία με το τηλέφωνο, σε γιορτές γλέντια με γραπτά μηνύματα ή απρόβλεπτα τηλεφωνήματα μέσα στην νύχτα. «Ώσπου να κάνει μια στροφή ο δείχτης στο ρολόι μπορεί του ανθρώπου η χαρά να γίνει μοιρολόι»  ήταν η τελευταία μαντινάδα που έστειλε στον φίλο του. Μετά από τόσα χρόνια έδωσαν ραντεβού στην Λαϊκή Αγορά του Άργους .

 –Είμαι εδώ σε μια μεγάλη πλατεία κοιτάω το άγαλμα του Κολοκοτρώνη και σε περιμένω να δω αν θα με γνωρίσεις.

Όσο και να σμιλεύει ο χρόνος πάνω στον άνθρωπο την φθορά με ρυτίδες, κυρτώματα τα και απώλειες ένα στοιχείο μένει μόνιμο και παντοτινό, το βλέμμα.

Ίσως και τα ανοιχτά μάτια του νεκρού να είναι ένα τελευταίο στοιχείο αντίστασης να διασώσει την ταυτότητα του, να αναγνωρίσει κάποιος το βλέμμα του και να του σφαλίσει τα μάτια.  Δεκαεφτά χρόνια μετά μπορεί ο χρόνος να είχε κάνει την δουλειά του αλλά το βλέμμα ήταν σαφές δείγμα αναγνώρισης για τους δυο φίλους.

Με την δροσιά της μπύρας και το φεγγάρι του Ιουλίου να φωτίζει πανσέληνα την θάλασσα του Τημενίου οι δυο φίλοι κολυμπούσαν στις αναμνήσεις του στρατού κωπηλατώντας ανάστροφα στο χρόνο.

-Ρε Μανώλη ξέρεις για ποιον θα ήθελα να μάθω τι έγινε;

-Για λέγε για ποιόν ;

-Για τον Γιώργη τον Βρωμάκη.

-Αμάν φίλε μου, θα πάθεις την πλάκα σου ( χτυπάει με την παλάμη το μέτωπο του σαν να ήθελε να χτυπήσει ένα παιγνιδιάρικο ζωηρό κουνούπι που ξύπνησε ξαφνικά στην μνήμη του). Που τον θυμήθηκε ετούτον;

-Ήταν από τις πιο παράξενες φιγούρες που συνάντησα στον στρατό.

Βρωμάκης ήταν το παρατσούκλι του Γιώργου το πραγματικό του επίθετο δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία.  Ένας βραχύσωμος νεαρός από την Κρήτη , με το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο και ελάχιστες κουβέντες ξεχώρισε αμέσως με την παρουσία και την μυρωδιά του. Καλοκαίρι έντονη η ζέστη στο στρατόπεδο όλοι να προσπαθούν να κλέψουν καμιά ώρα για να κάνουν ένα δροσερό μπάνιο και αυτός να έχει πάρει οριστικό διαζύγιο με τον νερό και το σαπούνι. Θα μου πεις δικαίωμα του αλλά σε λίγες μέρες άρχισε να μυρίζει. Όλες τις αρβύλες του στρατοπέδου να είχες μέσα σε ένα κλειστό θάλαμο ήταν αποσμητικό μπροστά στην βρόμα που έβγαζε το κορμί του. Ο λόχος μας ήταν σε μια ανηφόρα στην άκρη του στρατοπέδου , αν είχε βόρειο άνεμο πρώτα έφτανε η μυρωδιά του Βρωμάκη και μετά η παρουσία του. Αν δε είχε και πανσέληνο, αντανακλούσαν σαν οπτικά σήματα μορς πάνω στο χακί οι ακανόνιστου σχήματος λεκέδες. Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν ανακαλύψαμε κοριούς στα κρεβάτια και αναγκαστήκαμε με πετρέλαιο να κάνουμε απολύμανση σε όλα τα διπλά μεταλλικά κρεβάτια.

Την ώρα που γινόταν η απολύμανση ανέβαινε με το αργό βήμα και το σκυφτό βλέμμα ο Γιώργης , η μυρωδιά έφτασε πρώτη λόγω βόρειου ανέμου. Χωρίς να πουν πολλές κουβέντες δυο μεγάλοι σε ηλικία φαντάροι ο ένας έφερε σαμπουάν και ο άλλος σφουγγάρι.

-Γιώργη πας για μπάνιο τώρα και θα είμαστε απέξω μέχρι να καθαρίσεις!!!

Από τότε μειώθηκε η μυρωδιά του Γιώργη αλλά παρέμενε σιωπηλός απόμακρος και βρώμικος. Ήταν δύσκολο να δώσεις σε αυτόν τον άνθρωπο να αναλάβει κάποια υπηρεσία έτσι πέρασε μια ήσυχη αθόρυβη στρατιωτική ζωή.

-Μανώλη δεν θα το πιστέψεις αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι πρόβλημα είχε αυτό το παιδί. Μια φορά τον πέτυχα να διαβάζει οικονομική εφημερίδα στα αγγλικά και αμέσως την έκρυψε να μην την δω. Προσπάθησα να συζητήσω μαζί του κουβέντα δεν έδινε. Ούτε κέρασμα δεχόταν. Έψαξα σε όλα τα διαγνωστικά εγχειρίδια αλλά πουθενά δεν μπορούσα να τον κατατάξω.

-Ρε φιλάρα τα ψυχοβιβλία που διαβάζεις λένε τίποτα για την διχάλα στο σβέρκο;

-Όχι τι είναι τούτο ;

-Ιστορία από τον πατέρα μου θα στην πω μετά. Ξέρεις τι δουλειά κάνει ο Βρωμάκης;

-Γιατί υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να τον πήρε στην δούλεψη του;

-Δεν κατάλαβες ο Γιώργης είναι επιχειρηματίας , ξενοδόχος και μάλιστα μεγάλος.

-Τι είπες; ( Και το ποτήρι με την μπύρα κατέβηκε απότομα από τον ξαφνικό βήχα που έπνιξε τον φίλο του Μανώλη). Τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω τίποτα, δεν γίνεται δεν είναι δυνατόν!!!

-Γίνεται και μάλιστα είναι πετυχημένος, πήγα στο ξενοδοχείο του και τον ζήτησα. Έκανε τον δύσκολο αλλά απείλησα την κοπέλα στην υποδοχή ότι είμαι τρελός θα κυλιστώ στα χώματα έτσι όπως γίνω  θα πέσω στην πισίνα. Φαίνεται υπολόγισε την ζημιά που θα πάθαινε και βγήκε έξω, κυριλέ με κουστουμιά και τα λοιπά. Αυτός φίλε τουλάχιστον μιλά 4 γλώσσες, καλά είδες με την εφημερίδα.

-Καλά αν είναι έτσι αυτός θα μπορούσε με τις γνωριμίες που είχε να κάνει την θητεία του στην Κρήτη.  Πάλι κάτι δεν πάει καλά.

-Το μεγαλύτερο πρόβλημα στον άνθρωπο είναι η διχάλα στον λαιμό που βάζει ο άνθρωπος από μόνος του έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου.

-Για εξήγησε μου.

-Ο πατέρας μου παλιός σιδεράς κατέβαινε για τα ψώνια του μαγαζιού στην Ιεράπετρα. Κάποια χρονιά φτιάχτηκε και ένα ωραίο εστιατόριο στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας από τις πρώτες της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα εντυπωσιακή με τις τζαμαρίες γύρω - γύρω. Εκεί που έτρωγε ο μακαρίτης ο μπάρμπα Γιώργης βλέπει από το τζάμι ένα κουρελή βρώμικο γέρο να περπατά σκυφτά κατά μήκος της τζαμαρίας. Τον λυπήθηκε. Του χτυπά το τζάμι και του κάνει νόημα να μπει μέσα. Όταν ήρθε ο μαγαζάτορας για παραγγελία , είδε κάτι παράξενο στο βλέμμα του, προφανώς  γιατί κάλεσε μέσα τον κουρελή  γεράκο. Αλλά ο μπάρμπα Γιώργης δεν χαμπάριαζε από καθώς πρέπει και τέτοια.

-Βάλε του παππούλη να φάει ότι θέλει κερνάω εγώ.

-Άφησε και ένα μεγάλο φιλοδώρημα αλλά δεν γλύκανε το βλέμμα του εστιάτορα.

Μετά από δέκα πέντε ημέρες ο μπάρμπα Γιώργης ξανά για ψώνια και στο εστιατόριο στην ίδια θέση. Ξανά ο γεράκος και ξανά το ίδιο επεισόδιο, τον καλεί μέσα και πάλι μούτρα ο εστιάτορας. Αλλά ο πατέρας μου είπαμε όταν ήταν να κάνει το καλό δεν χαμπάριαζε. Αυτή την φορά έφυγε πρώτος ο γεράκος. Πάει ο ταβερνιάρης στο τραπέζι με ένα καλό μεζέ και ένα μπουκάλι ρακί. Χωρίς να τον ρωτήσει κάθεται στο τραπέζι έχοντας εκείνο το παράξενο βλέμμα.

-Σύντεκνε είσαι καλός άνθρωπος αλλά αυτόν τον κουρελή να μην τον ξανακεράσεις.

-Γιατί ρε σύντεκνε εσύ θα μου πεις πως θα φάω τους παράδες μου;

-Του είπε ο πατέρας μου και είχε λυμένο το ζωνάρι για καυγά.

-Τους παράδες σου να τους χαλάσεις όπως θες αλλά αυτόν τον ελεεινό να μην ξανακεράσεις γιατί μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και δεν ξέρω τι θα κάνω .

-Και το δικό μου κεφάλι γεμίζει εύκολα με αίμα , δεν κατάλαβα ο γεράκος σου χαλάει την μόστρα της τζαμαρίας;

-Φίλε βλέπεις από την γωνία αυτής της πολυκατοικίας μέχρι πίσω που είναι τα μαγαζιά για τους σιδεράδες;

-Ναι το ξέρω πολύ καλά αυτό το τετράγωνο.

-Ε όλο αυτό το τετράγωνο είναι του κουρελή και το εστιατόριο που είσαι τώρα αλλά μόνο για το ενοίκιο ερχόταν μέχρι τώρα,  με τα κεράσματα σου δοκίμασε και την κουζίνα μας.

-Ο μπάρμπα Γιώργης που λες τρελάθηκε. Την άλλη μέρα χωρίς να έχει δουλειά ξανά στην Ιεράπετρα στο ίδιο εστιατόριο. Τα μάτια του πέταγαν φωτιές η μύτη του φούσκωνε και ξεφούσκωνε  σαν το λαγωνικό που περιμένει το θήραμα . Από την κάτω γωνία εμφανίζεται ο κουρελής. Έκπληκτος ο εστιάτορας τον βλέπει να πετάγεται έξω και να στριμώχνει στην γωνία τον γεράκο.

-Μόνο μια ξήγα θέλω από σένα ( του λέει ο μπάρμπα Γιώργης , κρατώντας τον με το ένα χέρι και το άλλο θυμωμένο κουπί έτοιμο να του ρίξει τρικυμίες στο κεφάλι) . Είναι όλο αυτό το τετράγωνο με τα σπίτια και τα μαγαζιά δικό σου;

-Ναι παιδάκι μου δικά μου είναι. ( Μένει κόκκαλο ο μπάρμπα Γιώργης.)

-Και αφού έχεις τόσα γιατί γυρνάς κουρελής ζητιάνος.

-Έχω παιδάκι μου μια διχάλα στο σβέρκο και δεν με αφήνει να βάλω τα χέρια στις τσέπες να βγάλω ένα παρά. Μόλις πάω να βάλω τα χέρια μέσα να χαλάσω ένα παρά με πιάνει ένας πόνος αφόρητος.

-Άει χάσου και εσύ και η τσιγγουνιά  σου, δεν χάρηκες τίποτα στην ζωή σου. (Μπαίνει μέσα στο εστιατόριο ο μαγαζάτορας τον κοιτούσε με ένα φιλικό βλέμμα.)

-Ετούτος έγινε ανάπηρος από την τσιγγουνιά του.

-«Περπατούσα ξυπόλυτος και είχα στεναχώρια μέχρι που συνάντησα ανθρώπους δίχως πόδια» .Ετούτη η μαντινάδα για πάρτι σου φιλάρα. (Του είπε αυθόρμητα ο εστιάτορας και από τότε γίνανε καλοί φίλοι).

-Κατάλαβες τώρα τι είχε ο Γιώργης ο Βρωμάκης αρρώστια με το χρήμα για να μην χαλάσει μία προτίμησε αυτό το στυλ ζωής και την έβγαλε ανέξοδα στο στρατό. Στο ξενοδοχείο του έχει και ένα μικρό εκκλησάκι βάζω στοίχημα ότι καντήλια τα ανάβει με ότι λάδι περισσεύει από τις σαλάτες!!!!



*Η ιστορία έχει φανταστικά στοιχεία αλλά βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά από τον στρατό με τον Μανώλη , και μια ιστορία του πατέρα του Σώτου, κοινό σημείο ο Σώτος και ο Μανώλης είναι και οι δυο σιδεράδες συναντήθηκαν σε αυτή την ιστορία χωρίς να έχει γνωρίσει ακόμα ο ένας τον άλλο!!! Ποιος ξέρει ίσως στο επόμενο ταξίδι του Μανώλη. Οι μαντινάδες ανήκουν  στον κρητικό φίλο.

Υγεία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ