Κοινωνία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Σκίτσο - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση
Επισκεφθείτε ΤΩΡΑ το site του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. www.anagnostis.org. Κλικ στην εικόνα

20/12/12

Τα παπούτσια, τα κάρβουνα και ο δασοφύλακας.


Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου

-Μπαμπά τα παιδιά σου κέρνα , την Κυριακή υποσχέθηκες ταβέρνα.
Οι μικροί διαδηλωτές με «διακριτικό» τρόπο υπενθύμισαν στον μπαμπά την υπόσχεση του για κυριακάτικη έξοδο στην ταβέρνα του κυρ Φώτη στο Κεφαλάρι. Η παροιμία λέει σε γέρο και σε παιδί μην τάξεις.
-Εντάξει, η υπόσχεση είναι υπόσχεση, αλλά και εσείς πρέπει να έχετε τελειώσει τα μαθήματα σας.
-Από χθες το απόγευμα και περάσαμε από τον τεχνικό έλεγχο της  μαμά;, μπορείς να πάρεις και πληροφορίες ( του απάντησε η μικρή του κόρη) .
Ο μικρός είχε μπει στο μπάνιο και ακούγονταν οι φωνές του όπως αντηχούσαν μέσα από το φωταγωγό.
-Γιαγιά, γιαγιά…. Ε γιαγιά ετοιμάσου πάμε Κεφαλάρι.
-Ε που να πάμε τώρα, καθαρίζω το σπίτι.
-Ε γιαγιά όλη μέρα, κάθε μέρα  καθαρίζεις το σπίτι σου….. να έρθεις μαζί μας είπα!.
Στο πίσω κάθισμα η γιαγιά στην μέση απολάμβανε την διαδρομή, δεξιά και αριστερά της καθόταν ο εγγονός και η εγγονή της. Και τα δυο παιδιά ήταν αφοσιωμένα στο ηλεκτρονικό παιγνίδι τους.
-Καλά, εμένα μου είπατε να έρθω για βόλτα όχι να με βάλετε να βλέπω τα παιγνίδια σας. ( Τους είπε με ειρωνικό τόνο.)
-Γιαγιά κερδίζω, κοίτα τι φωτιές ρίχνει το όπλο μου.
-Και εμένα κοίτα γιαγιά, περνάω την πριγκίπισσα από τον ένα αστερισμό στον άλλο.
-Γιαγιά εμένα κοίτα πως πολεμάω, ( την σκούντηξε ο μικρός) .
-Ε γιαγιά εμένα κοίτα, ( φώναξε και η μικρή) .
Ο γιός της, έβλεπε  από τον καθρέφτη το άσπρο κεφάλι της μάνας του, να γυρίζει μια από δω, μια από εκεί για να ικανοποιήσει και τα δυο εγγόνια. Μια λευκή  βεντάλια που πήγαινε δεξιά και αριστερά για μερικά δευτερόλεπτα.
-Μπαμπά θα μου πάρεις και την επόμενη μάχη ;
-Μπαμπά και εγώ θέλω το καινούργιο της πριγκίπισσας.
-Ότι θέλουν τα παιδιά μου.
-Μάθε τα έτσι και θα τα πληρώσεις τα σπασμένα αργότερα ( είπε η γιαγιά στον γιό της , με βλέμμα μάνας που μαλώνει τον άτακτο μικρό ).
Φτάνοντας στην Ξηρόβρυση στρίβουν για το Κεφαλάρι. Ξαφνικά το αμάξι μειώνει ταχύτητα, ταρακουνιόνται όλοι, παραλίγο να φύγουν τα παιγνίδια από τα χέρια των παιδιών.
-Ε, μπαμπά θες να χάσουμε;
-Όχι, ο αστυνόμος μου έκανε σήμα και πρέπει να σταματήσω.
-Άδεια, δίπλωμα και ασφάλεια κύριε, ( ζήτησε ο αστυνομικός και έκανε τον έλεγχο του) εντάξει μπορείτε να πηγαίνετε.
-Τι ήθελε μπαμπά;
-Τίποτα ένα τυπικό έλεγχο έκαναν, δεν τρέχαμε και εσείς φορούσατε τις ζώνες όλα καλά.
Από τον εσωτερικό καθρέφτη πρόσεξε ότι η μητέρα του είχε πάρει ένα άσπρο χρώμα στο πρόσωπο, το βλέμμα ζωντανό παρακολουθούσε εικόνες, αλλά αλλού και τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού έκλεισαν σε μια γροθιά.
-Μάνα είσαι καλά;
-Ε γιαγιά που κοιτάζεις; ( Της είπε ο μικρός και της έπιασε το κλειστό δεξί χέρι.) Τι κρατάς στο χέρι σου;
-Το φαναράκι μου!!!.
-Μάνα είσαι καλά; (Την ρώτησε ξανά ο γιός της και τον ζώσανε τα φίδια, μήπως έπρεπε να κάνει επιτόπου στροφή και να πάει για το νοσοκομείο του Άργους).
-Γιαγιά ποιο φαναράκι;
- Εκείνο που κράταγα όλη την νύχτα στο χέρι μου  για να έρθω νύχτα πέντε ώρες δρόμο από την Κρύα Βρύση στο Άργος, να πουλήσουμε κάρβουνα με τον πατέρα μου. Να έτσι μάγκωνε το χέρι μου από το κρύο. Εδώ μας έπιασε  ο κυρ  Μιχάλης.
-Ουφ εντάξει ( είπε ο γιός της και ξεκίνησε σιγά- σιγά το αμάξι για το Κεφαλάρι, γιατί κατάλαβε ότι η μάνα του ήθελε να μιλήσει για να ανακουφιστεί από την συγκίνηση που της προκάλεσαν οι μνήμες.)
-Όταν είδα τον αστυνόμο να κάνει σήμα στον μπαμπά σας, μυστήριο πράγμα το μυαλό του ανθρώπου, μου ήρθε στο μυαλό ο δασοφύλακας που μας έπιασε εδώ στο ίδιο σημείο με παράνομα κάρβουνα.
- Σας πήγε φυλακή;
-Όχι, μας άφησε γιατί είχα τα παπούτσια στο χέρι.
-Γιαγιά άρχισες τα αστεία;
-Μάνα εξήγησε στα παιδιά (της είπε ο γιός της, προφανώς γνώριζε την ιστορία).
-Λοιπόν, πριν πενήντα εξήντα χρόνια, ζούσαμε στο χωριό με πολύ φτώχια και πολύ αγώνα, ούτε κούτες παιγνίδια είχαμε ούτε ντουλάπες ρούχα όπως εσείς τώρα.  Για να βγάλουμε ένα κομμάτι ψωμί κάθε σπίτι είχε και την καμινίστρα του.
-Τι είναι αυτό;
-Ένας τόπος σαν ένα μικρό αλώνι, εκεί σε σχήμα πυραμίδας  μάζευαν τα ξύλα, έβαζαν ένα μέτρο περίπου τοίχο από πέτρες  και από πάνω χώμα και κλαδιά. Μ κόπο  και μεγάλη τέχνη έφτιαχναν τα κάρβουνα και τα φέρναμε στο Άργος να τα πουλήσουμε.  Για κάποια καμίνια έδινε άδεια ο δασοφύλακας, αλλά ήταν λίγα και εμείς έπρεπε να ζήσουμε. Χωρίς να καταστρέφουμε το δάσος κόβαμε κάποια δέντρα και φτιάχναμε κάρβουνα για να ζήσουμε. Αλλά αν σε πιάνανε οι δασοφύλακες και τα κάρβουνα σου παίρνανε και δικαστήριο πήγαινες. Όταν ξέραμε ότι θα έχουμε φορτίο με κάρβουνα ειδοποιούσε ο πατέρας μου τους πελάτες ότι τέσσερις το πρωί θα φτάναμε στην αυλή του να παραδώσουμε. 
-Καλά γιαγιά και γιατί παρακαλώ στις τέσσερις το πρωί;
-Για να μην μας πιάσουνε οι δασοφύλακες…. Αλλά και αυτοί ξέρανε τι ώρες κυκλοφορούσαμε. Έβαζε ο πατέρας μου σημάδι τα αστέρια και ξεκινάγαμε.
-Γιατί δεν είχατε ξυπνητήρι;
-Ούτε ξυπνητήρι, ούτε ρεύμα, ούτε τρεχούμενο νερό υπήρχε στα σπίτια τότε. Και εμείς εκείνα τα χρόνια είμαστε τυχεροί γιατί η βρύση του χωριού  ήταν κοντά.  Ο προπάππους σας ήξερε να συμβουλεύετε τον ουρανό, είχε σημάδια, την Πούλια, τον Αυγερινό και το Αλεκτροπόδι. Έντεκα η ώρα λοιπόν όρθιοι, φορτωμένα τα δυο μουλάρια το φαναράκι που έδινε λίγο  φως, μια μπουκιά ψωμί στο ταγάρι και δρόμο για το Άργος.  Από το κρύο και την παγωνιά μάγκωνε το χέρι. Μετά από δυο ώρες δρόμο χέρι και φαναράκι γίνονταν ένα.  Εκείνη την φορά , κοντά Χριστούγεννα ήταν, θα μου αγόραζε ο πατέρας μου και ένα φουστανάκι στο παζάρι του Άργους, παπούτσια είχα ένα ζευγάρι, αυτά που φόραγα . Καθώς περπάταγα, σκέφτηκα ότι αν περπατήσω πέντε και άλλες πέντε ώρες θα χάλαγα τα παπούτσια μου. Έτσι για να τα σώσω τα έβγαλα και περπατούσα ξυπόλητη, Χωρίς να με πάρει είδηση ο πατέρας μου. ( Τα εγγόνια είχαν απορροφηθεί από την διήγηση της γιαγιά και δεν έδιναν σημασία στα μπλίμπ – μπλίμπ των ηλεκτρονικών παιγνιδιών που τα καλούσαν για την συνέχεια).  Εδώ στην Ξυρόβρυση ενώ ετοιμαζόμασταν να στρίψουμε για το Άργος παρουσιάζεται μπροστά μας ξαφνικά ο κυρ Μιχάλης ο δασοφύλακας.
-Σταματήστε ( μας φωνάζει ρίχνοντας ένα μεγάλο φως μπροστά μας).
-Εμένα μου κοπήκαν τα πόδια, πάει η χαρά για το φουστανάκι πάνε όλα ήμουνα έτοιμη  να βάλω τα κλάματα.
-Βασίλη τι κουβαλάς εκεί; ( Ρωτά τον πατέρα μου.)
-Κάρβουνα Μιχάλη .
-Μιλάγανε με τα ονόματα τους γιατί με τα χρόνια γνώριζε ο ένας τον άλλον.
-Χαρτιά έχεις;
-Όχι Μιχάλη δεν έχω.
-Καλά το κορίτσι γιατί το βάζεις να περπατά ξυπόλυτο;
-Τι πράγμα; Τι είναι αυτά που λες; ( Θύμωσε ο πατέρας μου, το θεώρησε προσβολή,  αλλά τότε είδε ότι κρατούσα τα παπούτσια στο ένα χέρι και στο άλλο το φαναράκι)
-Να κύριε δασοφύλακα ( δεν ξέρω και εγώ που το βρήκα το θάρρος να μιλήσω ) εγώ τα έβγαλα να μην τα χαλάσω, να τα έχω για μια καλή μέρα, γιορτές που είναι…. Το άκαμπτο πρόσωπο του κυρ δασοφύλακα άλλαξε έκφραση , οι άκρες από τα μουστάκια του πήγαιναν μια δεξιά μία αριστερά. Αυτό κράτησε μερικά δευτερόλεπτα και εγώ φοβόμουν ακόμα πιο πολύ.
-Λοιπόν Βασίλη (είπε στον πατέρα μου) πήγαινε να κάνεις  τις δουλειές σου και ούτε σε είδα ούτε με είδες.
-Ευχαριστώ Μιχάλη ο Θεός να σε έχει καλά.
-Το κορίτσι και τα παπούτσια να ευχαριστείς,  άντε πήγαινε …. Να συνεχίσω την δουλειά μου.… ( Το χέρι της γιαγιάς χαλάρωσε, τα μάτια της είχαν βουρκώσει, το αμάξι περνούσε το χώρο στάθμευσης της ταβέρνας).
-Γιαγιά ένα λάθος έκανες εσύ και ο πατέρας σου, δεν έπρεπε να πουλάτε κάρβουνα στο Άργος για να μην σας πιάνουν οι δασοφύλακες( είπε ο μικρός ). 
 -Και που να τα πουλάγαμε;
-Να εδώ στην ταβέρνα του κυρ Φώτη… διάβασε  την ταμπέλα…. Όλα στα κάρβουνα… (Τα δυνατά γέλια της γιαγιά τους ξάφνιασαν  ευχάριστα όλους).


*Η ιστορία έχει φανταστικά στοιχεία αλλά στηρίχθηκε σε πραγματικά γεγονότα. Ο παππούς μου ο Βασίλης κατέβαινε νύχτα μαζί με την κόρη του να πουλήσει στο Άργος  τα «παράνομα» κάρβουνα της επιβίωσης . Γλίτωσε το πρόστιμο από τον καλοπροαίρετο δασοφύλακα, όταν είδε την μικρή Μαρία να κρατά τα παπούτσια στο χέρι. Την ιστορία διηγήθηκε η μητέρα μου Μαρία.

**Αλεκτροπόδι= αστερισμός του Ωρίωνα, Πούλια= ο αστερισμός των Πλειάδων, Αυγερινός = η Αφροδίτη  ,κάποια  από τα σημάδια που ουρανού με τα οποία εκ παραδόσεως ο παππούς μου προσανατολιζόταν στο χώρο και στον χρόνο.

Υγεία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ