H απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Στο μηχανουργείο.
Ο Μάστορας τράβηξε την
μεγάλη σιδερένια πόρτα του μηχανουργείου, το φως της ημέρας και η υγρασία του
πρωινού πέρασαν στο χώρο με τα μηχανήματα. Σήμερα για πρώτη φορά πρόσεξε τον
ήχο που έβγαζε η μεταλλική πόρτα καθώς σερνόταν πάνω στις μεγάλες ράγες. Του
φάνηκε ότι άλλαξε ο ήχος του σουρσίματος.
-Τώρα με τις αναδουλειές
άρχισε να τρομάζει και η πόρτα (μονολόγησε) .
Πράγματι είχε αλλάξει ο
ήχος της σιδερόπορτας. Πριν λίγους μήνες όταν άνοιγε το μαγαζί ο μάστορας από
την σερνόμενη πόρτα άκουγες ένα βρυχηθμό λιονταριού, έτοιμο να κυνηγήσει και να
βασιλέψει στην ζούγκλα της καθημερινότητας. Τώρα το μόνο που άκουγε ήταν ένα παρατεταμένο πνιγμένο ουρλιαχτό του
θύματος που κρύβεται πριν το ανακαλύψει ο δολοφόνος σε ταινία θρίλερ. Δεν είχε
αλλάξει τίποτα στην ποιότητα των μετάλλων λόγω της κρίσης απλά είχε αλλάξει ο
τρόπος με τον οποίο άνοιγε ο Μάστορας την πόρτα. Είχε μήνες να δουλέψει, άλλαξε
και η δύναμη στην λαβή του χεριού του και η διάθεση με την οποία άνοιγε την
μεγάλη πόρτα. Πριν λίγους μήνες την τράβαγε με δύναμη και σιγουριά για να
προλάβει τις δουλειές του και αυτή τον καλημέριζε με την δυναμική κραυγή της
ζούγκλας. Τώρα την άνοιγε αργά και επιφυλακτικά γιατί όλο και κάποιος
λογαριασμός δολοφόνος παραμόνευε κάτω από τα σίδερα. Ευτυχώς σήμερα παρά το
προειδοποιητικό ουρλιαχτό της πόρτας δεν βρήκε κανένα λογαριασμό.
Το μηχανουργείο το είχε
κάτω από το σπίτι του. Οι πέντε εργάτες, συνεργάτες του είχαν πάρει άδεια απροσδιορίστου χρόνου. Το
κατάλαβαν και αυτοί χωρίς δουλειές το μαγαζί δεν μπορούσε να τους πληρώνει. Την
γυναίκα του είχε για βοηθό, γραμματέα και λογιστή.
Κοίταξε τα μηχανήματα και
τα σίδερα του, είχαν αρχίσει να πιάνουν σκόνη από την απραξία. Ξαφνικά σαν να
του ήρθε εξ ουρανού επιφοίτηση άρχισε να τραβά σίδερα και μηχανήματα από τον
βορινό τοίχο. Πήγε στην αποθήκη, πήρε μια βούρτσα μπογιατίσματος και ένα μεγάλο
κουβά με χρώμα. Η γυναίκα του, φέρνοντας του πρωινούς καφέδες της ημέρας, τον
πέτυχε την στιγμή που είχε ξεκινήσει να ασπρίζει τον τοίχο.
-Μάστορα αλλάξαμε
επάγγελμα;
-Κοντεύω να τρελαθώ από
την απραξία. Θυμήθηκα ότι είχα στην αποθήκη χρώματα. Αφού δεν κάνω τίποτα
τουλάχιστον να καθαρίσω το μαγαζί.
-Πάλι καλά που δεν
αγοράσαμε και τα χρώματα. Έλα να πιούμε το καφεδάκι μας.
Η γυναίκα είχε κάτσει από
την πίσω πλευρά του γραφείου και ο Μάστορας στην μπροστά καρέκλα σαν πελάτης,
έπινε γουλιά τον καφέ του και κοίταγε τον τοίχο που ήθελα να βάψει. Η γυναίκα
κοίταγε μια στοίβα τετραδίων και λογαριασμών πάνω στο γραφείο.
-Νομίζω ότι τα τετράδια
με τα βερεσέδια πρέπει να τα πετάξουμε.
-Άστα να θυμόμαστε άλλες
εποχές, τότε που η πίστωση ήταν εμπιστοσύνη. Τούτες τις μέρες χάσαμε την
εμπιστοσύνη και στον ίδιο τον εαυτό μας.
-Έχουμε να πληρώσουμε και
μια επιταγή έξι χιλιάδες την Παρασκευή.
Ο Μάστορας την κοίταξε με
εκείνο το βλέμμα απάθειας του καταδικασμένου ο οποίος έχει αποδεχτεί την
κατάσταση και περιμένει το βόλι από το εκτελεστικό απόσπασμα. Σαν από μηχανής
θεός χτύπησε το τηλέφωνο και αντανακλαστικά
ένα χαμόγελο αισιοδοξίας γράφτηκε στα χείλη τους. Η εκτέλεση πήρε
προσωρινή χάρη, παράταση του μαρτυρίου ή απελευθέρωση κανείς δεν γνωρίζει. Η
γυναίκα του καθώς ήταν από την μέσα πλευρά του γραφείου σήκωσε το τηλέφωνο.
-Καλημέρα κύριε Γιώργο.
(Με τα χείλη σε βουβή ομιλία έλεγε στον άνδρα της) Ο Ιωάννου. ( Ένας από τους
καλύτερους πελάτες του.) Ναι βεβαίως, κύριε Γιώργο μπορούμε άμεσα να την
κατασκευάσουμε. Μόνο ξέρετε, υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα δεν μπορεί να γίνει η
δουλειά όπως τον παλιό καιρό επί πιστώσει. Τώρα πια λόγω συνθηκών δουλεύουμε
μόνο μετρητοίς, 5.000 ευρώ το μέγιστο κόστος μπορεί και λιγότερα αλλά μέχρι
5.000 το πολύ. Βεβαίως αύριο το πρωί ξεκινάμε …ναι ναι ,ξέρουμε που είναι το
χωράφι.
Στο χωράφι.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί ο
Μάστορας και η γυναίκα του ήταν στο χωράφι του πελάτη τους. Ο ίδιος δεν ήταν
εκεί, ένα κομμάτι σκληρό χαρτόνι τους περίμενε στην είσοδο του κτήματος.
-Λίπο ξεκινίστε και τα
λεμε το μεσιμερι Γιοργος.
Η ανορθογραφία ήταν
σημάδι ότι ο κυρ Γιώργης είχε και είχε αφήσει το σημείωμα.
-Κάτι θα του έτυχε του
ανθρώπου ( είπε ο Μάστορας).
-Εμένα κάτι δεν μου
αρέσει πάντως, για κοίτα εδώ έχει σταγόνες στο χαρτί, χθες το μεσημέρι έριξε
κάτι στάλες, άρα αυτό το έχει βάλει πριν το μεσημέρι.
-Ε, και που είναι το
κακό;
-Γιατί δεν μας πήρε
τηλέφωνο; Γιατί δεν σηκώνει το κινητό; (Ήδη είχε δοκιμάσει δυο φορές η γυναίκα
για να τον καλέσει στο τηλέφωνο).
-Τώρα τι θα κάνουμε; Θα
μπούμε να δουλέψουμε ή θα χάσουμε και την μοναδική σοβαρή δουλειά που έτυχε εδώ
και καιρό;
-Εγώ του είπα τοις
μετρητοίς στο τηλέφωνο ( είπε η γυναίκα).
Ο Μάστορας δούλεψε με
πολύ κέφι αυτή την πομόνα, με την εμπειρία του πενηντάχρονου αλλά και με
σωματική διάθεση εικοσάχρονου. Αργά το απόγευμα τέλειωσε την δουλειά του. Όσο
δούλευαν η γυναίκα του είχε την αίσθηση ότι κάποιος τους παρακολουθούσε.
Μόλις τέλειωσαν έκανε την
εμφάνιση του ο κυρ Γιώργης.
-Μπράβο Μάστορα πολύ καλή
δουλειά ευχαριστώ.
-Κυρ Γιώργη στο τηλέφωνο
σου είπα ότι 5.000 αλλά είναι λιγότερο 4.600 ( είπε η γυναίκα).
-Μάστορα κάτι μου έτυχε
και δεν τα έχω τα λεφτά ( είπε χωρίς να απευθυνθεί στην γυναίκα ). Σου άφησα
και σημείωμα το είδες ε !!!!
-Κυρ Γιώργη, στο τηλέφωνο
μιλήσαμε και είπαμε μετρητά, τα τετράδια με τα βερεσέδια τέλειωσαν.
-Μάστορα με ξέρεις χρόνια,
λίγα λίγα θα σου τα δώσω.
-Κυρ Γιώργη, τα λεφτά στο
χέρι είπαμε. (Συνέχισε η γυναίκα.)
-Μάστορα, δεν γίνεται,
λίγα - λίγα δεν τα έχω (ο πελάτης συνέχισε το βιολί του, άκουγε την γυναίκα,
την αγνοούσε και απαντούσε στον άντρα της.)
-Κυρ Γιώργη την Παρασκευή
πρέπει να πληρώσω μια επιταγή 6.000 ευρώ, σου μιλάω, το καταλαβαίνεις; ( Η
γυναίκα του μίλησε με πολύ έντονο ύφος. )
-Και τι περιμένεις κυρία
μου να ξεπληρώσεις τα χρέη σου με τα δικά μου λεφτά!!!
Η γυναίκα σηκώθηκε να
φύγει, ο Μάστορας βουβός κοιτούσε την πομόνα που δούλεψε με τόσο κέφι, άναψε
τσιγάρο. Η γυναίκα μπήκε στο μεγάλο φορτηγό για να φύγει. Ο κυρ Γιώργης ανακουφίστηκε,θεώρησε
ότι το επεισόδιο έληξε.
Καθώς η γυναίκα απομακρυνόταν
από το ανοιχτό παράθυρο του αγροτικού αυτοκινήτου του κυρ Γιώργη πρόσεξε στο
κάθισμα του συνοδηγού ένα ζευγάρι κιάλια.
-Ρε τον βρωμιάρη, μας
παρακολουθούσε και περίμενε να τελειώσουμε την δουλειά για να εμφανιστεί. Θα
του δείξω εγώ.
Στο αστυνομικό τμήμα.
Ο αστυνόμος προσπαθούσε
να βγάλει άκρη σε όλα όσα άκουγε και να βρει μια μέση λύση χωρίς να ξεφύγουν τα
πράγματα σε ακρότητες. Η γυναίκα και ο κυρ Γιώργης λογομαχούσαν έντονα, ο
Μάστορας παρευρισκόταν βουβός.
-Μου μόλυνες το χωράφι με
τα λύματα που έριξες στην πομόνα, θα το πληρώσεις χρυσάφι αυτό που έκανες.
-Εσύ φταις που το έκανα. Μας
παρακολουθούσες και περίμενες να τελειώσουμε την δουλειά για να εμφανιστείς
-Κυρία μου, ομολογείτε
ότι ρίξατε το περιεχόμενο του βυτίου στην πομόνα ;
-Μάλιστα κύριε αστυνόμε, αλλά φταίει αυτός κύριε αστυνόμε, έχω επιταγή
να πληρώσω την Παρασκευή.
-Και στο ξαναλέω κυρά μου,
με τα δικά μου λεφτά περίμενες να την ξεχρεώσεις;
-Τι είπες κυρ Γιώργη; ( Ο
αστυνόμος με όλο το σεβασμό είχε σηκωθεί σχεδόν όρθιος, το δεξί του χέρι έτοιμο
για ανάστροφο σκαμπίλι.) Συμφωνήσατε για μια δουλειά τοις μετρητοίς και μετά
άλλαξες γνώμη;
-Ένα αστείο έκανα κυρ
αστυνόμε .
-Και εγώ ένα αστείο
έκανα, το βυτίο δεν είχε βοθρόνερα αλλά ποτιστικό νερό, κέρδος το είχες…..
-Εντάξει, θα πληρώσω
τώρα.
-Είναι απομεσήμερο και οι
τράπεζες είναι κλειστές που θα τα βρεις τα λεφτά ;
( Είπε ο αστυνόμος με
αυστηρό ύφος γιατί νόμιζε ότι πάλι πάει να ξεφύγει ο κυρ Γιώργης )
-Στο αγροτικό, στην
ρεζέρβα τα έχω!!! Άμα δεν με πιστεύεις στείλε ένα παιδί να τα φέρει.
-Στους δύσκολους καιρούς
που ζούμε κυρ Γιώργη η μόνη ρεζέρβα
είναι η μπέσα και η εμπιστοσύνη, άμα την χάσουμε και αυτή χαθήκαμε. Άντε να
φέρεις τα λεφτά…..
*Η ιστορία έχει πολλά
φανταστικά στοιχεία αλλά οι αφορμές της
είναι από συναλλαγές της πραγματικότητας…..
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου