Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
*Η ιστορία έχει
φανταστικά στοιχεία αλλά στηρίχθηκε σε πραγματικό γεγονός. Η σιδερένια πόρτα
μια στοάς του Άργους φτιάχτηκε όταν μετά από πολλά αδιέξοδα παζάρια ο ιδιοκτήτης βρήκε μια …. «τούρτα».
Την είχε αφήσει ο Βούλγαρος παραγιός του Μάστορα….
Ο Μάστορας με βαριά
βήματα έφτασε στο μικρό καφενείο της γειτονιάς του. Άδειασε την κούραση του σε
μια ψάθινη καρέκλα και παράγγειλε ένα τσίπουρο. Απομεσήμερο και ήταν ο μοναδικός πελάτης του καφενείου εκείνη την
ώρα.
-Μάστορα κουρασμένος μου
φαίνεσαι… ( Του είπε ο καφετζής ενώ σέρβιρε το τσίπουρο.)
-Δεν είναι η σωματική
κούραση αλλά η απογοήτευση που με γονατίζει. Ένα μικρό μερεμετάκι πήγα να κάνω.
Του κυρ Γιώργη του κρεοπώλη του άνοιξαν το εξοχικό στην Κίο.
-Ναι, το άκουσα.
-Ρημαδιό το είχαν κάνει,
ξήλωσαν ολόκληρη την πόρτα. Αλλά κοίτα, που καταντήσαμε από τους κλέφτες να
βγάζουμε μεροκάματο! Ο κόσμος δεν φτιάχνει τίποτα πια μόνο τα απαραίτητα και
ότι είναι για την ασφάλεια του.
-Ναι, αλλά τελικά μήπως
οδηγηθήκαμε σε αυτό το αδιέξοδο γιατί φτιάξαμε πλαστές ανάγκες; Καταναλώναμε
για να υπάρχουμε , υπήρχαμε για να καταναλώνουμε. Μήπως οι ανάγκες μας ήταν
φτιαχτές ; (Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Μάστορα.) Γιατί χαμογελάς, τόσο παράξενο σου φαίνεται αυτό;
-Όχι σοφή και βαριά
κουβέντα είπες. Αλλά να ξέρεις το μυαλό δουλεύει μόνο του. Όταν είπες για τις
φτιαχτές ανάγκες θυμήθηκα μια ιστορία από το αφεντικό μου, αυτόν που έμαθα την
δουλειά. Κάποτε βγάλαμε μια δουλειά με ανάγκη που έφτιαξε ο ίδιος, εδώ στην
στοά λίγο πιο πάνω από το καφενείο…
-Ναι ξέρω, την διαμπερή στοά
με τα μαγαζιά.
-Τις βαριές μεταλλικές πόρτες,
εγώ με το αφεντικό μου και τον Βούλγαρο τις φτιάξαμε, ήμουνα παιδί τότε.
-Ποιον Βούλγαρο λες;.
-Δεν τον ξέρεις, έχουν
χαθεί τα ίχνη του μπορεί να είναι και μακαρίτης. Κανείς δεν ξέρει πως ακριβώς
βρέθηκε στο Άργος. Η πιο πιθανή ιστορία είναι ότι ήταν ναυτικός και το λιμάνι
του Ναυπλίου ήταν η ευκαιρία για να αλλάξει πατρίδα. Το αφεντικό μου είχε πάρει
μια μεγάλη δουλειά, τα κάγκελα μιας πολυκατοικίας κοντά στο λιμάνι. Αθόρυβα και
χωρίς να το καταλάβουμε ήρθε ο Βούλγαρος
και άρχισε να μας βοηθά στο ξεφόρτωμα των σιδερικών. Με το αφεντικό μιλήσανε με
τα μάτια, η πρόσληψη έγινε με την γλώσσα του σώματος. Καλός φιλότιμος εργάτης
και καλός μάστορας αποδείχτηκε. Το αφεντικό τον αγάπησε του έδωσε και δουλειά
και ένα μικρό δωματιάκι για να μένει εκεί που είχε το σιδεράδικο. Το πρώτο απόγευμα που κάτσαμε να φάμε μάθαμε ότι ήταν
και μουσουλμάνος. Του βάζει το αφεντικό μια χοιρινή μπριζόλα και ένα ποτήρι
τσίπουρο να πιεί.
-Ντεν κάνει, εγώ μουσλίμ.
-Καλά κάνε ότι θες, αλλά
θα σε φτιάξω εγώ με τον καιρό (ήταν η απάντηση του αφεντικού).
-Μετά από τρεις μήνες συνεργασίας
το αφεντικό μας είχε καλέσει στην αυλή του, μάστορας και στα μεζέδια του ήταν
το αφεντικό μου.
-Τι είναι αυτό αφεντικό;
(Ρώτησε ο Βούλγαρος )
-Αρνί με πολύ λίπος, φάε, ( ο Βούλγαρος τον κοίταξε δύσπιστα). Σου
είπα αρνί με λίπος φάε και αν είναι κάτι κακό να με κάψει ο Αλλάχ. Και πιες από
τούτο
-Όχι αλκοόλ αφεντικό.
-Δεν είναι αλκοόλ, χυμός
με μέντα είναι, πολύ δυνατός, για δοκίμασε.
-Αφού πήρε την αμαρτία
πάνω του με τα ψέματα το αφεντικό τότε
ανακάλυψε ο Βούλγαρος το «χοιρινό αρνί» και το τσίπουρο χυμό με μέντα. Στην αυλή του αφεντικού έκανε
το πρώτο του μεθύσι. Εκεί σε μια καρέκλα μισομεθυσμένος μας συγκίνησε όταν
τραγούδησε ένα παραδοσιακό βουλγάρικο τραγούδι. Δεν μπορώ να στο περιγράψω στα
μάτια του τρέχανε ρυάκια από τα βουνά τις πατρίδας του και μέσα από τις κόρες
των ματιών του είχε φύγει για τον τόπο του. Εκείνο το βράδυ η αυλή του μάστορα
έγινε η πύλη για να περνά μέσα από την ζάλη του ποτού στην πατρίδα του. Αγάπησε
το αφεντικό μας σαν πατέρα του.
-Καλά όλα τούτα που μου
λες, αλλά που κολλάνε με τις πόρτες της στοάς και τις φτιαχτές ανάγκες.
-Άκου και θα καταλάβεις.
-Ο Βούλγαρος αγάπησε τόσο
πολύ το αφεντικό που ότι και αν του έλεγε θα το έκανε και στον γκρεμό να του
έλεγε να πέσει, θα έπεφτε.
-Ακόμα δεν καταλαβαίνω
τίποτα.
-Άκου και θα καταλάβεις.
Ο κυρ Θανάσης ο ιδιοκτήτης της στοάς ένα απομεσήμερο γυρίζαμε με το αφεντικό
στην γειτονιά μας φωνάζει να πάμε κοντά του. Ο κυρ Θανάσης είχε πολλά λεφτά
αλλά ήταν μεγάλος τσιγκούνης.
-Γιώργη θέλω να κλείσω
την στοά. Mπορείς
να μου φτιάξεις δυο πόρτες να κλείνω την στοά, μπαίνει ο ένας και ο άλλος κάθε
βράδυ εδώ μέσα. Για να γλιτώσουν δυο μέτρα δρόμο κάνουν παρέλαση στην στοά μου.
-Και βέβαια μπορώ.
-Και πόσο πάνε περίπου οι
δυο πόρτες;
-Το αφεντικό πάντα είχε
στην τσέπη του ένα μέτρο, μολύβι και χαρτί δεν χρησιμοποιούσε, λογαριασμούς
έκανε με το μυαλό του.
-Να σου πω επί τόπου (
μετράει ύψος,μήκος ), λοιπόν δυο καλές αθάνατες πόρτες με εκατό χιλιάδες δραχμές σου τις φτιάχνω.
-Ο κυρ Θανάσης ταράχτηκε
λες και του άδειασαν ένα τηγάνι λάδι πάνω στο κεφάλι.
-Πολλά πολλά μάστορα θα
δούμε.
-Όπως θέλεις κυρ Θανάση εμείς
εδώ είμαστε.
-Ο Κυρ Θανάσης ήταν
μάστορας της υπομονής, μια φορά το δίμηνο παζάρευε την τιμή στο αφεντικό μου
αλλά και του σιδερά δεν ίδρωνε το αυτί, δεν άλλαζε τιμή στην προσφορά του.
-Ήταν Κυριακή απόγευμα
μας είχε καλέσει το αφεντικό στην αυλή του για ένα γενναίο τσιμπούσι. Κατά τύχη
περνά απ έξω ο κυρ Θανάσης της στοάς.
-Έλα μέσα για ένα ποτό, (
του φώναξε το αφεντικό).
-Σιγά μην έχανε την
ευκαιρία ο τσιγκούναρος. Ήρθε, έφαγε ήπιε, έδωσε παραγγελιά δυο τραγούδια να ακούσει, ένα του Διονυσίου
και ένα του Μπιθικώτση. Όταν ετοιμάστηκε να φύγει ρωτά το αφεντικό.
-Με εκείνες τις πόρτες τι θα γίνει ρε φίλε, θα τις φτιάξουμε καμιά φορά;
-Από σένα εξαρτάται κυρ Θανάση
.
-Είναι πολλά, κάνε
καλύτερη τιμή και τα λέμε αύριο.
-Το αφεντικό μου είχε ένα
όριο υπομονής από ένα σημείο και μετά χτυπούσε κόκκινο το μυαλό του και
αντιδρούσε παράξενα. Εκείνη την στιγμή είχε πιεί και τα ποτηράκια του. Τον είδα
που κοκκίνισε από τον λαιμό μέχρι τα μάτια, ήξερα ότι είχε θυμώσει με την
τσιγκουνιά του κυρ Θανάση, και την αδιαντροπιά του να κάνει παζάρια και την ώρα
του γλεντιού. Ο Βούλγαρος με το αρνί με πολύ λίπος και το χυμό με πολύ μέντα
είχε έρθει στα κέφια του. Μόλις απομακρύνθηκε ο κυρ Θανάσης της στοάς, πήγε και
κάθισε δίπλα στο αφεντικό μας.
-Άντε έφυγε το κακό γέρο
να πάρουμε ανάσα πουφ …. ( τον είχε πάρει είδηση και ο Βούλγαρος, με το πουφ
που είπε είδα μια λάμψη στα μάτια του αφεντικού ).
-Ρε, θέλω να μου κάνεις
μια χάρη, θα μπορέσεις;
-Ότι τέλει ατεντικό, στην
φωτιά να καώ.
-Και το εννοούσε ο
Βούλγαρος.
-Ξέρεις που είναι η στοά
του κυρ Θανάση;
-Εκεί που τα του τιάξουμε
τις πόρτες… ξέρω ( και κούνησε ειρωνικά
το χέρι του).
-Θέλω όταν φύγεις από δω,
θέλω να πας να του αφήσεις μια τούρτα στην στοά.
-Ο Βούλγαρος γούρλωσε τα
μάτια γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε το αφεντικό.
-Ατεντικό τούρτα γλυκό
(και με τον δείκτη και τον αντίχειρα σχημάτισε ένα κύκλο δίνοντας νοητά το
σχήμα της τούρτας).
-Όχι, τούρτα από το έντερο
εννοώ ( και κούνησε την δεξιά γροθιά του εννοώντας την αφόδευση).
-Τα το κάνω ατεντικό (
είπε ο Βούλγαρος και λύθηκε σε ένα παιδικό γέλιο) άτε γκιά μας ( και κατέβασε
ένα μισοπότηρο χυμό με μέντα).
-Την άλλη μέρα, ενώ
πηγαίναμε με το φορτηγάκι στην δουλειά, μας σταμάτησε στην μέση του δρόμου ο κυρ Θανάσης
της στοάς. Σχεδόν έπεσε μπροστά στο αμάξι.
-Να έρθεις να μου
φτιάξεις την πόρτα όσο πιο γρήγορα μπορείς και όσα θέλεις.
-Τι έγινε κυρ Θανάση έτσι
ξαφνικά;
-Δεν φταίει που μπαίνει ο
καθένας μέσα στην στοά, χθες άρχισαν και να μου χέζουν, έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς.
-Είναι αλήθεια αυτό ρε
Μάστορα; ( Ρώτησε ο καφετζής μόλις συνήλθε από τα γέλια.)
-Όπως σου τα λέω και τα
είπες πριν ( ο καφετζής τον κοίταξε παράξενα ) η φυσική ανάγκη του Βούλγαρου μας
έδωσε μεροκάματο, οι τεχνητές ανάγκες που αγοράσαμε από το σύστημα μας στέρησαν
το μεροκάματο ( σκοτείνιασε το βλέμμα του Μάστορα).
-Άντε ρε, πάω να φέρω δυο
χυμούς με μέντα να πιώ και εγώ ένα, όλα να χαθούν, το κέφι μας δεν θα το
χάσουμε.-
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου