Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ο Μητσάρας έναν τόπο γνώρισε στην ζωή του, το Ψαροχώρι. Έλλειψε μόνο για την στρατιωτική του θητεία αλλά εκείνο το χρονικό διάστημα το είχε διαγράψει οριστικά από την ζωή του. Ούτε μια φωτογραφία δεν είχε, από τον τόπο της θητείας του. Δεν θέλησε ποτέ να περάσει τα όρια της μικρής κωμόπολης που ζούσε. Ούτε τόπο, ούτε φίλους άλλαξε, ο Γιάννης και ο Κώστας ήταν οι μοναδικοί του φίλοι από τα σχολικά χρόνια. Από μικρό παιδί διακρινόταν για τον ιδιόρρυθμο ατίθασο χαρακτήρα του. Είχε μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων, των συναισθημάτων και των καταστάσεων.
Στο δημοτικό ενώ γνώριζε την ορθογραφία των λέξεων αρνιόταν να γράψει τις λέξεις ορθογραφημένα. Επέμενε ότι οι λέξεις είναι ζωντανές και φωνάζουν την αλήθεια τους. Ο δάσκαλος του χωριού δεν βρήκε απάντηση στα επιχειρήματα του.
-Δάσκαλε στην λέξη μωρό αν μου φωνάξεις τα δυο ο διαφορετικά τότε και εγώ θα την γράψω σωστά. Αφού λέμε ο – μικρόν και ω-μέγα πρέπει να τα φωνάζουμε και αλλιώς. Το γράμμα έχει φωνή και με αυτή ζεί φωνά- ζεί δάσκαλε, το λέει η ίδια η λέξη.
Δεν αποκλείεται να είχε και δίκιο ο Μητσάρας, περιορίζοντας τον φωνολογικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας μάλλον κόψαμε κομμάτια από την ζωή της. Στο Γυμνάσιο αρνήθηκε να πάει.
-Πατέρα τζάμπα θα με στείλεις. Εγώ θέλω να μου μάθεις την τέχνη της γης και της θάλασσας. Δεν κάνω για κλεισούρες εγώ.
Με τα χρόνια ο Μητσάρας έγινε μεγάλος μάστορας, ήξερε όλες τις τέχνες και τις τεχνικές της γης και της θάλασσας. Για ψάρεμα δεν πήγαινε σε άλλους τόπους, μόνο στην δική του θάλασσα.
-Εγώ ξανοίγομαι μέχρι εκεί που βλέπω την αυλή μου , ο πράσινος φάρος μου.
Το πατρικό του ήταν χτισμένο σε μια πλαγιά και έβλεπε στον κόλπο. Η αυλή του πατρικού σπιτιού ήταν ο αγαπημένος του τόπος. Ένα μεγάλο τετράγωνο, γεμάτο λουλούδια , μια τεράστια κληματαριά και ένα πολύ μεγάλο τραπέζι κάτω από αυτήν. Είχαν μείνει ιστορικά τα γλέντια και τα φαγοπότια κάτω από αυτήν την κληματαριά. Αγαπημένη του ώρα στην αυλή ήταν λίγο πριν βγει ο ήλιος. Πότιζε τα λουλούδια του και απολάμβανε τις μυρωδιές των λουλουδιών και της υγρασίας. Πέρασαν τα χρόνια αλλά δεν παντρεύτηκε, παρά τις πιέσεις της μάνας του.
-Μάνα αυτά είναι για άλλους ανθρώπους. Εγώ θέλω την ζωή μου ήρεμη και χωρίς μπελάδες. Θέλω την άπλα μου την άνεση μου. Όσο για παιδιά μου φτάνουν τα ανίψια μου. (Τα παιδιά της αδελφής του τον λάτρευαν. )
-Μου φαίνεται ότι σου χαλάσανε τα μυαλά οι τουρίστριες.
Ο Μητσάρας δεν ήταν ο τύπος του κλασσικού καμακιού που κυνηγούσε τις ξένες. Ομορφόπαιδο καλογυμνασμένος διακρινόταν για τον ιδιόρρυθμο ναρκισσισμό του.
Περίμενε αυτές να κάνουν την πρώτη κίνηση και μετά αυτός επέλεγε. Και ήταν για την τουριστική περίοδο στο Ψαροχώρι το στυλ του σωστή γυναικοπαγίδα. Ναυτικό καπέλο, μαλλιά μακριά, πυκνά μαύρα γένια και με τον τζουρά του στον μόλο δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα. Με τις πρώτες νότες μελίσσι μαζεύονταν γύρω του, ήταν και ωραία η φωνή του. Έχει μείνει ιστορική η ατάκα που είπε στον φίλο του τον Γιάννη.
-Γιάννη αυτή νομίζει ( και του υπόδειξε κουνώντας διακριτικά τον τζουρά του μια όμορφη Σκανδιναβή η οποία δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του).
-Τι νομίζει ρε Μητσάρα ;
-Νομίζει ότι θα το φάει το παλικάρι, αλλά ας την να νομίζει.
Και αμέσως ξεκινά να παίζει το τραγούδι «νομίζεις» που ήταν γνωστό με την φωνή του Στράτου Διονυσίου. Εκείνο το βράδυ έγινε ένα γλέντι που έμεινε στα ιστορικά του Ψαροχωριού και ο Μητσάρας πήρε το παρατσούκλι του ο Νομίζης.
Η μάνα του στον χώρο της κληματαριάς έκανε μαθήματα παγκόσμιας γεωγραφίας γνωρίζοντας κοπέλες από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Αλλά ο Μητσάρας ακλόνητος στις απόψεις του.
-Μάνα νομίζεις λάθος κάθε φορά, σου το είπα τόσες φορές εγώ θέλω την άπλα μου ( και άνοιγε τα χέρια του σα να ήθελε να αγκαλιάσει την αυλή του ).
Μέσα σε αυτή την αυλή, πάνω σε μια ψάθινη πολυθρόνα κάτω από την δροσιά της κληματαριάς βρήκε ήσυχα και αθόρυβα ο θάνατος την μάνα του. Λίγες μέρες μετά το μνημόσυνο της μάνας του οι δυο κολλητοί φίλοι πρόσεξαν ότι άλλαξε η συμπεριφορά του. Στην αυλή έπιναν λίγο μετά τα σαράντα τα τσιπουράκια τους.
-Ρε Μητσάρα, εντάξει μάνα σου ήταν, αλλά πήγε και 90 χρονών, έφυγε αθόρυβα και γλυκά.
-Νομίζεις Γιάννη νομίζεις ….
-Ε τι νομίζω και νομίζω ρε Μητσάρα, απότομα έγινες σκεφτικός, νευρικός , ούτε τον τζουρά δεν πιάνεις στα χέρια σου.
-Σου λέω νομίζεις, δεν έχει σχέση με την μάνα μου ,αυτή το έκανε το ταξίδι της, έδωσα το σπίτι…
-Τι έκανες ; ( Είπαν με μια φωνή και οι δυο φίλοι.)
-Όταν πέθανε η μάνα, από τον δικηγόρο της έμαθα ότι είχε αφήσει ένα μεγάλο ποσό στην τράπεζα για μένα. Ο τραπεζίτης καλός άνθρωπος μού είπε ότι με ένα καλό δάνειο και τα λεφτά που έχω πλέον, μπορεί να φτιάξω μια πολυκατοικία ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων.
-Και τι να την κάνεις ρε Μητσάρα την πολυκατοικία με χρέος;
-Να την έχω για τα γεράματα μου, έτσι μου είπε ο τραπεζίτης, εσείς έχετε τις οικογένειες σας εγώ δεν έχω τίποτα.
-Και τώρα άμα θέλεις, κάνεις οικογένεια, πολύ νέος είσαι ακόμα….
-Πάνε αυτά, τέλειωσαν για μένα .
Κάνοντας ο Μητσάρας την αρχή, εκείνη η πλαγιά στο Ψαροχώρι άλλαξε με μιας. Σαν επιδημία έπεσε η μια πολυκατοικία ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων στην άλλη. Ο Μητσάρας έχασε την αυλή του. Ξανοιγόταν στην θάλασσα και εκεί που νόμιζε(!) ότι ήταν ο πράσινος φάρος της ζωής του έβλεπε μόνο τσιμέντα. Δεν πήγαιναν και καλά οι δουλειές, την παράτησε την βάρκα. Μήνα με τον μήνα γινόταν όλο και πιο σκυθρωπός και θλιμμένος. Τους φίλους τους έβλεπε στο κατάστημα εποχικών ειδών του φίλου του Γιώργου.
-Έκανα λάθος που την χάλασα την αυλή μου…. γυρίζω και βλέπω παντού ντουβάρια.
-Όχι μόνο χάλασες τον παράδεισο μας αλλά έγινες και το παράδειγμα, ο ένας μετά τον άλλο οι γείτονες ξεκίνησαν τις μεγάλες μπίζνες.
-Πάει και η γειτονιά χάθηκε, τώρα γίναμε ρουμς του λετ, έχασα τον χώρο μου και έχω μεγάλη στεναχώρια, οι λέξεις είναι ζωντανές, δεν θυμάστε, το έλεγα από το δημοτικό, στενός χώρος, στενοχώρια.
-Ρε άστα αυτά και πήγαινε να φέρεις τον τζουρά να πούμε κανένα κομμάτι.
-Δεν μπορώ, αφού ξέρεις έπαιζα μόνο στον μόλο και στην αυλή, θέλουν και οι νότες τον χώρο τους και την απλωσιά τους για να ξεφύγουν από τα δάκτυλα.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης άρχισαν τα προβλήματα. Οι δουλειές έπεσαν , τα περισσότερα διαμερίσματα έμειναν ανοίκιαστα και η τράπεζα άρχισε το στενό μαρκάρισμα. Τηλεφωνικές και γραπτές ειδοποιήσεις σε ημερήσια βάση.
Ο Μητσάρας έφτασε στο μεγάλο αδιέξοδο τα εισοδήματα του δεν επαρκούσαν σε καμία περίπτωση για την δόση του δανείου. Με τους φίλους του αραίωσε πολύ την επικοινωνία. Μόνο στο χωράφι του έπαιρνε μια ανάσα, είχε στήσει την παράγκα του κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλη ελιάς. Εκεί καθόταν κάποια απογεύματα, αγνάντευε το Ψαροχώρι. Ο τόπος του κλείστηκε από μπετό και αυτοί εγκλωβίστηκαν στα δάνεια. Εκεί στην ελιά έπινε την πρώτη γουλιά καφέ όταν χτύπησε το τηλέφωνο από το δικηγορικό γραφείο της τράπεζας.
-Αύριο κύριε θα έρθει πολιτικός μηχανικός να κάνει εκτίμηση του ακινήτου για να ξεκινήσει η διαδικασία της κατάσχεσης.
-Μα δεν είναι δυνατόν μια μικρή αναβολή θέλω και θα τα καταφέρω
-Κύριε, η απόφαση είναι αμετάκλητη…
-Μα πρέπει να με καταλάβετε ,μου βάζετε θηλιά στον λαιμό (εκείνη την στιγμή λύθηκε για άλλη μια φορά η ατίθαση κατσίκα του και έφθασε κοντά του, βγάζοντας ένα δυνατό αλλά κωμικό παρατεταμένο βέλασμα).
-Δεν ντρέπεστε κύριε (απάντησε ο εκπρόσωπος του γραφείου που δεν κατάλαβε ότι πρόκειται για πραγματικό βέλασμα) εγώ σας μιλάω σοβαρά και εσείς μου κάνετε την κατσίκα.
-Νομίζεις ( ήταν η απάντηση του Μητσάρα αλλά η κατσίκα σαμποτέρ έριξε ένα δεύτερο δυνατότερο βέλασμα) .
-Κύριε αύριο να διευκολύνεται τον μηχανικό μας, όσο για την θηλιά μόνος σας την βάλατε. ( Έκλεισε θυμωμένα το τηλέφωνο.)
Ο Μητσάρας κάθισε για πολύ ώρα σιωπηλός και χάζευε το χωριό του, για μια δυο ώρες ακίνητος στην ίδια θέση, στο γυάλινο βλέμμα του πέρασε όλη η ζωή του.
Με τον τζουρά στο χέρι έφτασε στο κατάστημα του φίλου του.
-Καλώς τον Μητσάρα, επέστρεψες βλέπω.
-Νομίζεις … ( και βάλανε όλοι τα γέλια) Πριν ξεκινήσουμε θέλω να μου βρεις μια γερή τριχιά και εσύ ρε Γιάννη φτιάξε μου μια θηλιά, εκείνη η κατσίκα όλο λύνεται και θα κάνει και καμιά ζημιά στον γείτονα. Άντε να το φτιάξουμε τώρα πριν αρχίσουμε το γλέντι.
-Πολύ ανεβασμένο σε βλέπω Μητσάρα.
-Νομίζεις φίλε μου νομίζεις….
Μέσα στο κατάστημα εποχικών ειδών έγινε ένα γλέντι μέχρι τα χαράματα. Πήγαν στα σπίτια τους για λίγες ώρες ξεκούρασης. Όταν ήρθε ο μηχανικός δεν βρήκε τον Μητσάρα στο υπό κατάσχεση ακίνητο. Τον βρήκαν κρεμασμένο κάτω από την ελιά του. Η κατσίκα πάλι λυμένη προσπαθούσε να πιάσει τον τζουρά που ήταν κρεμασμένος σε ένα κλαδί δίπλα του.
Ο ιατροδικαστής είπε ότι μάλλον της τελευταίες στιγμές του, το ένστικτο της ζωής τον έσπρωξε να λύσει τον κόμπο αλλά δεν μπόρεσε γιατί μάλλον δεν την είχε φτιάξει ο ίδιος την θηλιά. Στο πίσω μέρος του τζουρά βρήκαν χαραγμένες τρεις λέξεις, νόμος, νόμισμα …..νομίζεις.
Ο Μητσάρας έναν τόπο γνώρισε στην ζωή του, το Ψαροχώρι. Έλλειψε μόνο για την στρατιωτική του θητεία αλλά εκείνο το χρονικό διάστημα το είχε διαγράψει οριστικά από την ζωή του. Ούτε μια φωτογραφία δεν είχε, από τον τόπο της θητείας του. Δεν θέλησε ποτέ να περάσει τα όρια της μικρής κωμόπολης που ζούσε. Ούτε τόπο, ούτε φίλους άλλαξε, ο Γιάννης και ο Κώστας ήταν οι μοναδικοί του φίλοι από τα σχολικά χρόνια. Από μικρό παιδί διακρινόταν για τον ιδιόρρυθμο ατίθασο χαρακτήρα του. Είχε μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων, των συναισθημάτων και των καταστάσεων.
Στο δημοτικό ενώ γνώριζε την ορθογραφία των λέξεων αρνιόταν να γράψει τις λέξεις ορθογραφημένα. Επέμενε ότι οι λέξεις είναι ζωντανές και φωνάζουν την αλήθεια τους. Ο δάσκαλος του χωριού δεν βρήκε απάντηση στα επιχειρήματα του.
-Δάσκαλε στην λέξη μωρό αν μου φωνάξεις τα δυο ο διαφορετικά τότε και εγώ θα την γράψω σωστά. Αφού λέμε ο – μικρόν και ω-μέγα πρέπει να τα φωνάζουμε και αλλιώς. Το γράμμα έχει φωνή και με αυτή ζεί φωνά- ζεί δάσκαλε, το λέει η ίδια η λέξη.
Δεν αποκλείεται να είχε και δίκιο ο Μητσάρας, περιορίζοντας τον φωνολογικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας μάλλον κόψαμε κομμάτια από την ζωή της. Στο Γυμνάσιο αρνήθηκε να πάει.
-Πατέρα τζάμπα θα με στείλεις. Εγώ θέλω να μου μάθεις την τέχνη της γης και της θάλασσας. Δεν κάνω για κλεισούρες εγώ.
Με τα χρόνια ο Μητσάρας έγινε μεγάλος μάστορας, ήξερε όλες τις τέχνες και τις τεχνικές της γης και της θάλασσας. Για ψάρεμα δεν πήγαινε σε άλλους τόπους, μόνο στην δική του θάλασσα.
-Εγώ ξανοίγομαι μέχρι εκεί που βλέπω την αυλή μου , ο πράσινος φάρος μου.
Το πατρικό του ήταν χτισμένο σε μια πλαγιά και έβλεπε στον κόλπο. Η αυλή του πατρικού σπιτιού ήταν ο αγαπημένος του τόπος. Ένα μεγάλο τετράγωνο, γεμάτο λουλούδια , μια τεράστια κληματαριά και ένα πολύ μεγάλο τραπέζι κάτω από αυτήν. Είχαν μείνει ιστορικά τα γλέντια και τα φαγοπότια κάτω από αυτήν την κληματαριά. Αγαπημένη του ώρα στην αυλή ήταν λίγο πριν βγει ο ήλιος. Πότιζε τα λουλούδια του και απολάμβανε τις μυρωδιές των λουλουδιών και της υγρασίας. Πέρασαν τα χρόνια αλλά δεν παντρεύτηκε, παρά τις πιέσεις της μάνας του.
-Μάνα αυτά είναι για άλλους ανθρώπους. Εγώ θέλω την ζωή μου ήρεμη και χωρίς μπελάδες. Θέλω την άπλα μου την άνεση μου. Όσο για παιδιά μου φτάνουν τα ανίψια μου. (Τα παιδιά της αδελφής του τον λάτρευαν. )
-Μου φαίνεται ότι σου χαλάσανε τα μυαλά οι τουρίστριες.
Ο Μητσάρας δεν ήταν ο τύπος του κλασσικού καμακιού που κυνηγούσε τις ξένες. Ομορφόπαιδο καλογυμνασμένος διακρινόταν για τον ιδιόρρυθμο ναρκισσισμό του.
Περίμενε αυτές να κάνουν την πρώτη κίνηση και μετά αυτός επέλεγε. Και ήταν για την τουριστική περίοδο στο Ψαροχώρι το στυλ του σωστή γυναικοπαγίδα. Ναυτικό καπέλο, μαλλιά μακριά, πυκνά μαύρα γένια και με τον τζουρά του στον μόλο δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα. Με τις πρώτες νότες μελίσσι μαζεύονταν γύρω του, ήταν και ωραία η φωνή του. Έχει μείνει ιστορική η ατάκα που είπε στον φίλο του τον Γιάννη.
-Γιάννη αυτή νομίζει ( και του υπόδειξε κουνώντας διακριτικά τον τζουρά του μια όμορφη Σκανδιναβή η οποία δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του).
-Τι νομίζει ρε Μητσάρα ;
-Νομίζει ότι θα το φάει το παλικάρι, αλλά ας την να νομίζει.
Και αμέσως ξεκινά να παίζει το τραγούδι «νομίζεις» που ήταν γνωστό με την φωνή του Στράτου Διονυσίου. Εκείνο το βράδυ έγινε ένα γλέντι που έμεινε στα ιστορικά του Ψαροχωριού και ο Μητσάρας πήρε το παρατσούκλι του ο Νομίζης.
Η μάνα του στον χώρο της κληματαριάς έκανε μαθήματα παγκόσμιας γεωγραφίας γνωρίζοντας κοπέλες από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Αλλά ο Μητσάρας ακλόνητος στις απόψεις του.
-Μάνα νομίζεις λάθος κάθε φορά, σου το είπα τόσες φορές εγώ θέλω την άπλα μου ( και άνοιγε τα χέρια του σα να ήθελε να αγκαλιάσει την αυλή του ).
Μέσα σε αυτή την αυλή, πάνω σε μια ψάθινη πολυθρόνα κάτω από την δροσιά της κληματαριάς βρήκε ήσυχα και αθόρυβα ο θάνατος την μάνα του. Λίγες μέρες μετά το μνημόσυνο της μάνας του οι δυο κολλητοί φίλοι πρόσεξαν ότι άλλαξε η συμπεριφορά του. Στην αυλή έπιναν λίγο μετά τα σαράντα τα τσιπουράκια τους.
-Ρε Μητσάρα, εντάξει μάνα σου ήταν, αλλά πήγε και 90 χρονών, έφυγε αθόρυβα και γλυκά.
-Νομίζεις Γιάννη νομίζεις ….
-Ε τι νομίζω και νομίζω ρε Μητσάρα, απότομα έγινες σκεφτικός, νευρικός , ούτε τον τζουρά δεν πιάνεις στα χέρια σου.
-Σου λέω νομίζεις, δεν έχει σχέση με την μάνα μου ,αυτή το έκανε το ταξίδι της, έδωσα το σπίτι…
-Τι έκανες ; ( Είπαν με μια φωνή και οι δυο φίλοι.)
-Όταν πέθανε η μάνα, από τον δικηγόρο της έμαθα ότι είχε αφήσει ένα μεγάλο ποσό στην τράπεζα για μένα. Ο τραπεζίτης καλός άνθρωπος μού είπε ότι με ένα καλό δάνειο και τα λεφτά που έχω πλέον, μπορεί να φτιάξω μια πολυκατοικία ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων.
-Και τι να την κάνεις ρε Μητσάρα την πολυκατοικία με χρέος;
-Να την έχω για τα γεράματα μου, έτσι μου είπε ο τραπεζίτης, εσείς έχετε τις οικογένειες σας εγώ δεν έχω τίποτα.
-Και τώρα άμα θέλεις, κάνεις οικογένεια, πολύ νέος είσαι ακόμα….
-Πάνε αυτά, τέλειωσαν για μένα .
Κάνοντας ο Μητσάρας την αρχή, εκείνη η πλαγιά στο Ψαροχώρι άλλαξε με μιας. Σαν επιδημία έπεσε η μια πολυκατοικία ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων στην άλλη. Ο Μητσάρας έχασε την αυλή του. Ξανοιγόταν στην θάλασσα και εκεί που νόμιζε(!) ότι ήταν ο πράσινος φάρος της ζωής του έβλεπε μόνο τσιμέντα. Δεν πήγαιναν και καλά οι δουλειές, την παράτησε την βάρκα. Μήνα με τον μήνα γινόταν όλο και πιο σκυθρωπός και θλιμμένος. Τους φίλους τους έβλεπε στο κατάστημα εποχικών ειδών του φίλου του Γιώργου.
-Έκανα λάθος που την χάλασα την αυλή μου…. γυρίζω και βλέπω παντού ντουβάρια.
-Όχι μόνο χάλασες τον παράδεισο μας αλλά έγινες και το παράδειγμα, ο ένας μετά τον άλλο οι γείτονες ξεκίνησαν τις μεγάλες μπίζνες.
-Πάει και η γειτονιά χάθηκε, τώρα γίναμε ρουμς του λετ, έχασα τον χώρο μου και έχω μεγάλη στεναχώρια, οι λέξεις είναι ζωντανές, δεν θυμάστε, το έλεγα από το δημοτικό, στενός χώρος, στενοχώρια.
-Ρε άστα αυτά και πήγαινε να φέρεις τον τζουρά να πούμε κανένα κομμάτι.
-Δεν μπορώ, αφού ξέρεις έπαιζα μόνο στον μόλο και στην αυλή, θέλουν και οι νότες τον χώρο τους και την απλωσιά τους για να ξεφύγουν από τα δάκτυλα.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης άρχισαν τα προβλήματα. Οι δουλειές έπεσαν , τα περισσότερα διαμερίσματα έμειναν ανοίκιαστα και η τράπεζα άρχισε το στενό μαρκάρισμα. Τηλεφωνικές και γραπτές ειδοποιήσεις σε ημερήσια βάση.
Ο Μητσάρας έφτασε στο μεγάλο αδιέξοδο τα εισοδήματα του δεν επαρκούσαν σε καμία περίπτωση για την δόση του δανείου. Με τους φίλους του αραίωσε πολύ την επικοινωνία. Μόνο στο χωράφι του έπαιρνε μια ανάσα, είχε στήσει την παράγκα του κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλη ελιάς. Εκεί καθόταν κάποια απογεύματα, αγνάντευε το Ψαροχώρι. Ο τόπος του κλείστηκε από μπετό και αυτοί εγκλωβίστηκαν στα δάνεια. Εκεί στην ελιά έπινε την πρώτη γουλιά καφέ όταν χτύπησε το τηλέφωνο από το δικηγορικό γραφείο της τράπεζας.
-Αύριο κύριε θα έρθει πολιτικός μηχανικός να κάνει εκτίμηση του ακινήτου για να ξεκινήσει η διαδικασία της κατάσχεσης.
-Μα δεν είναι δυνατόν μια μικρή αναβολή θέλω και θα τα καταφέρω
-Κύριε, η απόφαση είναι αμετάκλητη…
-Μα πρέπει να με καταλάβετε ,μου βάζετε θηλιά στον λαιμό (εκείνη την στιγμή λύθηκε για άλλη μια φορά η ατίθαση κατσίκα του και έφθασε κοντά του, βγάζοντας ένα δυνατό αλλά κωμικό παρατεταμένο βέλασμα).
-Δεν ντρέπεστε κύριε (απάντησε ο εκπρόσωπος του γραφείου που δεν κατάλαβε ότι πρόκειται για πραγματικό βέλασμα) εγώ σας μιλάω σοβαρά και εσείς μου κάνετε την κατσίκα.
-Νομίζεις ( ήταν η απάντηση του Μητσάρα αλλά η κατσίκα σαμποτέρ έριξε ένα δεύτερο δυνατότερο βέλασμα) .
-Κύριε αύριο να διευκολύνεται τον μηχανικό μας, όσο για την θηλιά μόνος σας την βάλατε. ( Έκλεισε θυμωμένα το τηλέφωνο.)
Ο Μητσάρας κάθισε για πολύ ώρα σιωπηλός και χάζευε το χωριό του, για μια δυο ώρες ακίνητος στην ίδια θέση, στο γυάλινο βλέμμα του πέρασε όλη η ζωή του.
Με τον τζουρά στο χέρι έφτασε στο κατάστημα του φίλου του.
-Καλώς τον Μητσάρα, επέστρεψες βλέπω.
-Νομίζεις … ( και βάλανε όλοι τα γέλια) Πριν ξεκινήσουμε θέλω να μου βρεις μια γερή τριχιά και εσύ ρε Γιάννη φτιάξε μου μια θηλιά, εκείνη η κατσίκα όλο λύνεται και θα κάνει και καμιά ζημιά στον γείτονα. Άντε να το φτιάξουμε τώρα πριν αρχίσουμε το γλέντι.
-Πολύ ανεβασμένο σε βλέπω Μητσάρα.
-Νομίζεις φίλε μου νομίζεις….
Μέσα στο κατάστημα εποχικών ειδών έγινε ένα γλέντι μέχρι τα χαράματα. Πήγαν στα σπίτια τους για λίγες ώρες ξεκούρασης. Όταν ήρθε ο μηχανικός δεν βρήκε τον Μητσάρα στο υπό κατάσχεση ακίνητο. Τον βρήκαν κρεμασμένο κάτω από την ελιά του. Η κατσίκα πάλι λυμένη προσπαθούσε να πιάσει τον τζουρά που ήταν κρεμασμένος σε ένα κλαδί δίπλα του.
Ο ιατροδικαστής είπε ότι μάλλον της τελευταίες στιγμές του, το ένστικτο της ζωής τον έσπρωξε να λύσει τον κόμπο αλλά δεν μπόρεσε γιατί μάλλον δεν την είχε φτιάξει ο ίδιος την θηλιά. Στο πίσω μέρος του τζουρά βρήκαν χαραγμένες τρεις λέξεις, νόμος, νόμισμα …..νομίζεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου