Άρθρο του Βασίλη Καπετάνιου
Ο Πετρής ήταν ο πελλός (τρελός) του χωριού στο Κοκκινοχώρι της Κύπρου. Δεν χρειάστηκε φαρμακευτική αγωγή, παρά τις ιδιοτροπίες και της παραξενιές του κατόρθωσε και βρήκε την θέση του και το βήμα του στην τοπική κοινωνία.
Ακόμα και όταν έκανε καμιά ζημιά έβρισκε τρόπο και τα έβρισε με τους χωριανούς του, έσπαγε κανένα ποτήρι όταν έχανε η αγαπημένη του ομάδα η ΕΠΟΕΞ.
- Γιατί ρε Πετρή ;( Tου έλεγε ο καφετζής δήθεν θυμωμένος.)
- Γιατί με έπιασε ο πέλλαρος τι να σου κάνω πελλός είμαι. (Και σκάζανε όλοι στα γέλια.)
Γράμματα δεν ήξερε, την υπογραφή του έβαζε με σταυρό, ήξερε όμως να μετρά. Αλλά από την γιαγιά του που τον μεγάλωσε έμαθε σχεδόν όλες τις κυπριακές παροιμίες και πολλές παραδοσιακές κυπριακές ιστορίες. Μια κινητή λαογραφική εγκυκλοπαίδεια ήταν. Το πιο θαυμαστό σε αυτόν ήταν ότι μέσα στο ταραγμένο μυαλό του υπήρχαν σπίθες ευφυΐας και καταπληκτικό χιούμορ, ήταν ο σοφός πελλός του χωριού.
Του άρεσε να το παίζει διανοούμενος, για να βάλει την υπογραφή του , ένα σταυρό , έπαιρνε ύφος του μεγάλου συγγραφέα που υπογράφει το καλύτερο του έργο. Πάντα με ένα τέτοιο στυλ καθηγητή έπινε τον κερασμένο καφέ του πάντα στην ίδια θέση, εξ άλλου κανείς δεν καθόταν σε εκείνη την καρέκλα ήταν η καρέκλα του Πετρή. Μια φορά ρουφούσε τον κερασμένο καφέ του και δήθεν διάβαζε την εφημερίδα την οποία όμως κρατούσε ανάποδα και έβλεπε την εικόνα με τα καράβια ανάποδα. Για να τον πειράξει κάποιος θαμώνας του καφενείου του λέει:
- Ρε Πετρή τι λέει η εφημερίδα;
- Ναυάγια, ναυάγια κουμπάρε , δεν πάνε καλά οι δουλειές με τα καράβια να πάρε να διαβάσεις ( και του την δίνει και μένει έκπληκτος ο άλλος , αφού η εφημερίδα έγραφε η οικονομική κρίση πλήττει και την ναυτιλία)
Τούτες τις μέρες μετά τις γιορτές στην καθημερινή επικαιρότητα του Κοκκινοχωριού ήταν οι συνομιλίες του Ταλάτ με τον Χριστόφια. Η κουβέντα στον καφενέ είχε ανάψει για τα καλά, όταν κατέφθασε ο Πετρής με το αμαξούι του, ένα μικρό καρότσι οικοδομής μέσα στο οποίο κουβαλούσε τα κατά αυτόν χρειαζούμενα.
Η μύτη του σαν οσφρητικό ραντάρ κατευθύνθηκε προς το μέσα δωμάτιο όπου η γυναίκα του καφετζή η Γιορκού έφτιανε καραόλους (σαλιγκάρια) , με μια απότομη στροφή παίρνει την θέση και έρχεται και ο καφές του.
- Ρε κουμπάρε καραόλους φτιάχνει η Γιορκού; ( λέει στον καφετζή)
- Ναι Πετρή, έτοιμοι είναι να σου κεράσω. Εσύ ρε Πετρή πως τα βλέπεις με τις κουβέντες με τους Τούρκους ( είπε ο καφετζής για να διασκεδάσει την ατμόσφαιρα γιατί η κουβέντα είχε ανάψει)
- Ποια από όλες;
- Ε να αυτή με την «σταθμισμένη ψήφο». (Του είπε κάποιος από τους θαμώνες για να τον φέρει σε αδιέξοδο , αλλά τα μάτια του Πετρή πέταξαν φλόγες και όλη περίμεναν κάτι καλό να κάνει)
- Ε Γιορκού , είναι έτοιμοι οι καραόλοι ε; Φέρε εδώ την κατσαρόλα (και την βάζει στο κεντρικό τραπέζι) και δυο μεγάλα πιάτα, κοίτα κουμπάρε να μαθαίνεις, η κατσαρόλα είναι οι Κύπρος και μέσα οι καραόλοι είναι Τούρκοι και Έλληνες , βάζω στο ένα πιάτο 20 Τούρκους και στο άλλο 80 Έλληνες ( και μέτρησε ο μπαγάσας έναν έναν τους 100 καραόλους) Δεν μου λες καφετζή ποιο πιάτο θες
- Αυτό με τους 80. (Γιατί από ένστικτο κατάλαβε ότι ο Πετρής ετοιμαζόταν για κυρίως πιάτο και όχι για μεζέ.)
- Κάνεις λάθος οι 80 είναι το ίδιο με τους 20 αυτό είναι η σταθμισμένη ψήφος οι 20 Τούρκοι να ψηφίζουν σαν 80 Έλληνες και άντε γεια σας.
Και τους άφησε εμβρόντητους φεύγοντας με το καροτσούι του για το σπίτι του να απολαύσει του καλομαγειρεμένους καραόλους. Η ιστορία μέχρι το απόγευμα είχε μαθευτεί σε όλο το χωριό.
Το απόγευμα χαμογελαστός και χορτασμένος έφτασε στο καφενείο πάλι.
- Πολλάν καλοί οι καραόλοι σου Γιορκού θα τρώω για δυο μέρες
Πριν προλάβει να κάτσει στον θρόνο του ο Πετρής χτυπά η καμπάνα του Αϊ Γιώργη για τον εσπερινό, πετάγεται απάνω ο Πετρής, πετάει τα παπούτσια, πέφτει στα γόνατα και αρχίζει να φωνάζει Αλλάχ Αλλάχ και διάφορα αλλαμπουρνέζινα τουρκοαραβικά.
- Ρε Πετρή τι έπαθες;
- Αυτό φίλε μου είναι «η εκ περιτροπής δημοκρατία» που θέλουν οι Τούρκοι μέχρι τις 12 θα βαρά η καμπάνα για τον Χριστό και από τις 12 και μετά για τον Αλλάχ. Κουμπάρε ο Κυπραίος την έπαθε από τα πολλά λεφτά που έπεσαν στον τόπο μετά την εισβολή.
- Δηλαδή;
- Εν τζείνον της ιστορίας του ποντικού (και ξαναμίλησε με τις ιστορίες που ήξερε από την γιαγιά του) ο ποντικός, ο Έλληνας ο Κυπραίος λοιπόν πονηστικωμένος είεν το τυρίν (τα ριάλλια δηλαδή) τζι εμπημ που την τρύπα τζι έφαν το. Μμ άμαν τζι έφαν το επρήστη τζι εν τω εφώρεμ πκιον η τρύπα να βκη. Να μπη έμπην, άμμα ΄ν εσκέφτην αν τον εφώρεν να βκη τζι όλας.(1) . Πρησμένοι ποντικοί μέσα στην τρύπα, των Άγγλων και των Αμερικάνων που ξεγελαστήκαμε και διαλέξαμε είμαστε όλοι οι Έλληνες, Ελλαδίτες και Κυπραίοι.
Για άλλη μια φορά θα ήταν το θέμα στο χωριό οι ιστορίες του Πετρή για όλο το βράδυ.
- Ρε πετρή και για πού πάει ο Ελληνισμός
- Άμα συνεχίσουμε έτσι στο αίνιγμα που έλεγε η κοτζάκαρη η γιαγιά μου , (1)Δάσκαλε μου αγαθέ στοδ δρόμομ που επήαιννα ηύρα πέντε τζεφαλές τέσσερις αναπνοές σέρκα, πόδκια είκοσι νύσια εκατόν, ένας νεκρός θα είναι ο ελληνισμός και οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις που θα κρατούν το νεκροκρέβατο του.
Όλοι κρέμονταν σκεφτικοί από τα χείλη του
- Μα δεν θα βρεθεί λύση ρε Πετρή
- Πολιτιζτή τζαι βίρτζινη γίνεται;(Πόρνη και παρθένα μαζί γίνεται;) (2)( Δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του , πετάγεται απάνω και πετά κάτω το φλυτζάνι και το ποτήρι που μόλις του είχε φέρει η Γιορκού) Αϊ παρατήστε με ούλοι σας,τι με κοιτάς ρε Γιορκού με έπιασε ο πέλαρος
- Δεν σε κοιτώ σκέφτομαι αυτά που είπες (σπάει και αυτή ένα ποτήρι) άντε γεια σου ρε Πετρή (και βουρκωμένη τον αγκαλιάζει) έχω και φρέσκο χαλούμι να σου κεράσω αλλά μην το λογαριάσεις «σαν σταθμισμένη ψήφο» κατύσση μου (αλίμονο μου) !!!
1. Χατζηιωάνου (Κ.), Λαογραφικά Κύπρου, Επιφανίου, Λευκωσία , 1997
2. Κουρτελλάρη (Κ.) Συλλογή κυπριακών παροιμιών, Λευκωσία 2000.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου