Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ο Πέτρος πετάχτηκε μέχρι το ψητοπωλείο του Χρήστου για να πάρει τα μεζεδάκια που είχαν παραγγείλει για το τσιμπούσι με τον παππού, στο στέκι τους , στην υπόγα των πολιτισμικών συλλογών και των μνημών.
Το ψητοπωλείο του Χρήστου είναι διαγώνια απέναντι από το άθλια εγκαταλειμμένο σπίτι του Μακρυγιάννη, εδώ και αιώνες με τέτοιες «τιμές» φροντίζει η επίσημη Ελλάδα τους αγωνιστές πατριώτες.
Δεν είχε «φορτώσει» ακόμα η δουλειά και ο Χρήστος όρθιος πίσω από τον πάγκο έριχνε κλεφτές ματιές στην εφημερίδα. Ήταν ένα ολοσέλιδο αφιέρωμα σε μια νέα τρίτομη έκδοση από γνωστό εκδοτικό οίκο για τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Ο Πέτρος μπαίνοντας στο ψητοπωλείο το μάτι του έπεσε πάνω στην εφημερίδα. Και οι δυο λες και ήταν συνεννοημένοι έριχναν εναλλάξ μια ματιά στην εφημερίδα και μια ματιά στα χαλάσματα του σπιτιού όπου ο πατριώτης λαϊκός ήρωας έγραψε τα απομνημονεύματα του.
-Απέναντι στου Μακρυγιάννη τα χαλάσματα
Τραγουδάω άσματα
Με βρήκε η κρίση απελπισμένο
Πωλείται όπως είναι γκρεμισμένο.
-Τραγούδι για τον Λεπά; ( Τον ρώτησε αυθόρμητα ο Πέτρος )
-Όχι αλλά τελείωσαν τα λεφτά, τα ασημικά και αρχίσαμε να ξεπουλάμε ότι έχει απομείνει !!! Πες το στον παππού σου, κάπου θα το ταιριάξει σε αυτά που γράφει. Έτοιμα τα μεζεδάκια και το κοκκινέλι κέρασμα από το κατάστημα
Παππούς και εγγονός είχαν ξεκινήσει την κουβέντα και το φαγητό και ο Πέτρος του μετέφερε τους στίχους του Χρήστου.
-Τα λεφτά δεν έχουν μάτια Πετράν.
Όταν ο παππούς έλεγε κάτι ελαφρώς παράλογο ο Πέτρος ήξερε ότι ήταν κωδικός για κάποια ιστορία.
-Παππού γιατί το λες αυτό;
-Γιατί η πίστη στον πλούτο, στην ποσότητα σε τυφλώνει , τα λεφτά σου παίρνουν τα μάτια δεν βλέπεις πια να υπάρχουν αξίες . Αν διατηρούμε τις αξίες και την ιστορία μας η κρίση δεν θα μας πειράξει έχουμε περάσει και χειρότερα αλλά κρατήσαμε την πολύτιμη ποιότητα, σώσαμε την εθνική μας αυτοσυνειδησία . Όταν όμως τυφλωθούμε από τα νούμερα και τις ποσότητες και αυτό συμβαίνει στις μέρες τα ξεπουλάμε όλα. Η κρίση στα θεμέλια της είναι πνευματική, πολιτισμική , εκεί είναι η ρίζα του κακού.
- Εντάξει παππού, για πες μου την ιστορία για την ατάκα που είπες.
-Λοιπόν άκου. Ο αδελφός μου έχει ένα κολλητό φίλο τον Τάκη, μαζί από παιδιά, νομίζω ότι τον ξέρεις. Ο Τάκης ήταν μαγκάκι από μικρός βγήκε νωρίς και στην βιοπάλη και στην νύχτα , στα δέκα εφτά του είχε εμπειρίες που δεν είχαν άλλοι ούτε στα σαράντα τους. Η μάνα του είχε ένα αδελφό που πουλούσε παπούτσια στην λαϊκή αγορά, την δική μας στο Άργος. Ο θείος ήταν ένα λίγο «καθώς πρέπει» στριμμένο άντερο θα λέγαμε . Τον Τάκη δεν τον άφηνε να κάνει παρέα με τον γιο του γιατί είχε μακριά μαλλιά και φορούσε παντελόνια καμπάνα έτσι ήταν ή μόδα την δεκαετία του εβδομήντα, αλλά για τον θείο έτσι ντύνονταν οι αλήτες. Μπορεί να μην τον ήθελε τον Τάκη για παρέα του γιού αλλά όταν του πρόσφερε βοήθεια στο παζάρι την δεχόταν ευχαρίστως. Μεγάλη Εβδομάδα το μηχανουργείο που δούλευε ο Τάκης τους έδωσε πέντε μέρες άδεια. Ο Τάκης για να μην κάθεται σπίτι χωρίς να κάνει τίποτα πήγε στο παζάρι να βοηθήσει τον θείο του.
-Καλώς τον Τάκαρο . ( Όταν ήταν να προσφέρει βοήθεια ο Τάκης έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις στα μάτια του θείου )
-Θείε πως πάει η αγορά ;
-Άσε ρε Τάκαρε έχω πάθει ζημιά , τα βλέπεις ετούτα τα πασουμάκια με τα γουνάκια ( σε μια γωνιά είχε καμιά εικοσαριά ζευγάρια πασουμάκια που είχαν απάνω γούνινα σχέδια με διάφορα ζώα ) δεν ξέρω πως την πάτησα και τα αγόρασα, 30 χρόνια έμπορος και δεν έχω πουλήσει ούτε ένα, θα μπω μέσα με τούτα .
Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε στην κάτω γωνία της λαϊκής η Νασούλα. Η Νασούλα ήταν κανονικά ένας τεράστιος αρκουδωτός Θανάσης οποίος παρά την έντονη τεστοστερόνη που μαρτυρούσε η πλούσια ακόμα τριχοφυΐα του, αυτός ήταν φανατικός οπαδός της γυναικείας φύσης. Και προσπάθησε με τα μέσα που πρόσφερε η τότε εποχή να γίνει θηλυκό ή τουλάχιστον έτσι να φαίνεται μέσα στις τεράστιες σωματικές του διαστάσεις . Κατά κάποιο τρόπο τα κατάφερε με τις θηλυκές του επιθυμίες , παράτησε το γιαπί το πηλοφόρι και έπιασε δουλειά στα «μπουκάλια» στο σταθμό
-Ποια μπουκάλια;
-Εμείς έτσι λέγαμε τότε συνθηματικά τα πορνεία πιο κάτω από το Σιδηροδρομικό Σταθμό.
-Α!!!
-Έγινε λόγω σωματικού όγκου προστάτης ενός οίκου ανοχής και λόγω επιθυμίας και τσαχπινιάς ας πούμε «διευθύνων γραμματέας».
-«Τσατσά» θέλεις να πεις παππού !!!
-Ε αφού τα ξέρεις γιατί μου κάνεις τον ανήξερο;
-Δεν τα ξέρω και όλα!!!
Φτάνοντας στην κάτω γωνία της λαϊκής αγοράς η Νασούλα μαζί με ένα «κορίτσι» παροχής υπηρεσιών ηδονών αντιλαμβάνονται τον Τάκαρο να πουλάει παπούτσια. Ο Τάκαρος περπατημένος στην νύχτα, γνώριζε και την «γραμματέα» και το «κορίτσι» και ανταλλάσσουν ματιές. Ο θείος ενώ κοιτούσε μαραζωμένος τα απούλητα πασουμάκια, με την άκρη του ματιού του πιάνει τον Τάκαρο να έχει απλώσει επικοινωνιακές ματιές μαζί τους.
-Τακούλη ( τώρα που μπήκε «η καθώς πρέπει» ηθική του θείου στην μέση ο Τάκαρος έγινε Τακούλης μίκρυνε) εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με τέτοια παράσιτα της κοινωνίας , αυτές τις βρωμερές βδέλλες ( ενώ τα μάτια του διαπερνούσαν τα πόδια του «κοριτσιού» και πάνω από την μίνι φούστα που φορούσε) αυτές τις βδέεελλες μουρμούρισε ( ενώ η λίμπιντο του είχε πάρει την ανηφόρα) . Εμείς Τακούλη μου πρέπει να κρατήσουμε την ηθική και τις αξίες μας. ( Με τα μάτια την είχε γδύσει την κοπέλα ). Ούτε να τους βλέπω δεν θέλω μπροστά στα μάτια μου και μπροστά στον πάγκο μου.
Πριν τελειώσει την τελευταία του κουβέντα ο Τάκαρος είχε βγει μπροστά από τον πάγκο , φιλάει την Νασούλα και το «κορίτσι», ο θείος είχε αναψοκοκκινίσει και από θυμό και από ηδονή .
-Καλή ανάσταση να χουμε κορίτσια . ( Είπε ο Τάκης)
Αυτό το «κορίτσια» που είπε ούτε η καλύτερη ριζική αποτρίχωση να ήταν για την αρκουδωτή Νασούλα , «έλιωσε» στην κυριολεξία.
-Βγήκαμε να πάρουμε κανένα δώρο για τα κορίτσια , Πάσχα έρχεται, ο Χριστούλης για όλους σταυρώθηκε!!! ( Είπε το «κορίτσι»).
Το μυαλό του Τάκη, (Τάκαρου ή Τακούλη ανάλογα με την περίσταση) πήρε φωτιά, αλλά ο θείος ήταν έτοιμος να χιμήξει και να διώξει τα «παράσιτα» που δεν μπορούσε να βλέπει, αλλά έμεινε στήλη άλατος όταν άκουσε τον Τάκαρο να λέει
-Ρε κορίτσια έχω κάτι πασουμάκια άλλο πράγμα!!!! ( και τους δείχνει τα απούλητα με τα γούνινα ζωάκια )
-Α τέλεια είναι!!! ( Είπε όλο νάζι και τσαχπινιά η Νασούλα . ο Τάκαρος τα έχασε γιατί αν ο Νάσος ήθελε για τον εαυτό του δεν υπήρχε νούμερο 45 πασουμάκι) θα πάρουμε για όλα τα κορίτσια ….μωρή θυμάσαι νούμερα; ( Η καρδιά του Τάκαρου ξαναπήρε κανονικούς παλμούς) Ρε αγόρι πόσο πάει το ζευγάρι ;
Η τιμή τους ήταν 30 δραχμές το ζευγάρι αλλά ο Τάκαρος είχε και αυτός το εμπορικό δαιμόνιο μέσα του και του είπε πανωτίμια
-Τι ;
-Πανωτίμια δηλαδή τους έδωσε παραπάνω τιμές
-Κορίτσια κάνουνε 65 δραχμές το ζευγάρι αλλά αν τα πάρετε όλα θα κανονίσω με τον θείο για 50 το ζευγάρι. ( Ο θείος παρακολουθούσε την σκηνή βουβός και ακίνητος, σαν τερματοφύλακας που περιμένει το πέναλτι που θα κρίνει τον τελικό ).
-Ναι αγόρι θα τα πάρουμε όλα.
Και βγάζει ο Νάσος 20 πενηντάρικα και τα δίνει στον Τάκαρο. Ο θειος σαν παραγιός που του έβαλε τις φωνές το αφεντικό με πολύ βιαστικές κινήσεις τύλιγε σε χαρτιά και σακούλες τα πασουμάκια που ήταν μέχρι πριν λίγο απούλητα .
Όταν έφυγαν «τα κορίτσια» ο Τάκαρος κρατούσε στην παλάμη τα είκοσι πενηντάρικα σαν τζογαδόρος που έπαιξε τα ρέστα του, έριξε μια απεγνωσμένη ζαριά και έφερε εξάρες.
-Λοιπόν τι έχεις να πει τώρα για τα «παράσιτα» θείε που δεν θέλεις να βλέπεις στα μάτια σου;
Ο θείος είχε βουτήξει τα λεφτά και τα έκρυψε κάτω από τον πάγκο.
-Τάκαρε (μεγάλωσε ξανά ο Τάκης) τα λεφτά δεν έχουν μάτια !!!!
*Στην δημιουργία της σημερινής ιστορίας βοήθησαν οι στίχοι του Χρήστου Δευτέρα βράδυ, με ελαφρά παραλλαγή και μια εφηβική ιστορία που μου είπε ο Σώτος και οι δυο είναι τακτικοί τροφοδότες «της απέναντι όχθης» σε ατάκες και ιστορίες φυτίλια της φαντασίας.
Ο Πέτρος πετάχτηκε μέχρι το ψητοπωλείο του Χρήστου για να πάρει τα μεζεδάκια που είχαν παραγγείλει για το τσιμπούσι με τον παππού, στο στέκι τους , στην υπόγα των πολιτισμικών συλλογών και των μνημών.
Το ψητοπωλείο του Χρήστου είναι διαγώνια απέναντι από το άθλια εγκαταλειμμένο σπίτι του Μακρυγιάννη, εδώ και αιώνες με τέτοιες «τιμές» φροντίζει η επίσημη Ελλάδα τους αγωνιστές πατριώτες.
Δεν είχε «φορτώσει» ακόμα η δουλειά και ο Χρήστος όρθιος πίσω από τον πάγκο έριχνε κλεφτές ματιές στην εφημερίδα. Ήταν ένα ολοσέλιδο αφιέρωμα σε μια νέα τρίτομη έκδοση από γνωστό εκδοτικό οίκο για τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Ο Πέτρος μπαίνοντας στο ψητοπωλείο το μάτι του έπεσε πάνω στην εφημερίδα. Και οι δυο λες και ήταν συνεννοημένοι έριχναν εναλλάξ μια ματιά στην εφημερίδα και μια ματιά στα χαλάσματα του σπιτιού όπου ο πατριώτης λαϊκός ήρωας έγραψε τα απομνημονεύματα του.
-Απέναντι στου Μακρυγιάννη τα χαλάσματα
Τραγουδάω άσματα
Με βρήκε η κρίση απελπισμένο
Πωλείται όπως είναι γκρεμισμένο.
-Τραγούδι για τον Λεπά; ( Τον ρώτησε αυθόρμητα ο Πέτρος )
-Όχι αλλά τελείωσαν τα λεφτά, τα ασημικά και αρχίσαμε να ξεπουλάμε ότι έχει απομείνει !!! Πες το στον παππού σου, κάπου θα το ταιριάξει σε αυτά που γράφει. Έτοιμα τα μεζεδάκια και το κοκκινέλι κέρασμα από το κατάστημα
Παππούς και εγγονός είχαν ξεκινήσει την κουβέντα και το φαγητό και ο Πέτρος του μετέφερε τους στίχους του Χρήστου.
-Τα λεφτά δεν έχουν μάτια Πετράν.
Όταν ο παππούς έλεγε κάτι ελαφρώς παράλογο ο Πέτρος ήξερε ότι ήταν κωδικός για κάποια ιστορία.
-Παππού γιατί το λες αυτό;
-Γιατί η πίστη στον πλούτο, στην ποσότητα σε τυφλώνει , τα λεφτά σου παίρνουν τα μάτια δεν βλέπεις πια να υπάρχουν αξίες . Αν διατηρούμε τις αξίες και την ιστορία μας η κρίση δεν θα μας πειράξει έχουμε περάσει και χειρότερα αλλά κρατήσαμε την πολύτιμη ποιότητα, σώσαμε την εθνική μας αυτοσυνειδησία . Όταν όμως τυφλωθούμε από τα νούμερα και τις ποσότητες και αυτό συμβαίνει στις μέρες τα ξεπουλάμε όλα. Η κρίση στα θεμέλια της είναι πνευματική, πολιτισμική , εκεί είναι η ρίζα του κακού.
- Εντάξει παππού, για πες μου την ιστορία για την ατάκα που είπες.
-Λοιπόν άκου. Ο αδελφός μου έχει ένα κολλητό φίλο τον Τάκη, μαζί από παιδιά, νομίζω ότι τον ξέρεις. Ο Τάκης ήταν μαγκάκι από μικρός βγήκε νωρίς και στην βιοπάλη και στην νύχτα , στα δέκα εφτά του είχε εμπειρίες που δεν είχαν άλλοι ούτε στα σαράντα τους. Η μάνα του είχε ένα αδελφό που πουλούσε παπούτσια στην λαϊκή αγορά, την δική μας στο Άργος. Ο θείος ήταν ένα λίγο «καθώς πρέπει» στριμμένο άντερο θα λέγαμε . Τον Τάκη δεν τον άφηνε να κάνει παρέα με τον γιο του γιατί είχε μακριά μαλλιά και φορούσε παντελόνια καμπάνα έτσι ήταν ή μόδα την δεκαετία του εβδομήντα, αλλά για τον θείο έτσι ντύνονταν οι αλήτες. Μπορεί να μην τον ήθελε τον Τάκη για παρέα του γιού αλλά όταν του πρόσφερε βοήθεια στο παζάρι την δεχόταν ευχαρίστως. Μεγάλη Εβδομάδα το μηχανουργείο που δούλευε ο Τάκης τους έδωσε πέντε μέρες άδεια. Ο Τάκης για να μην κάθεται σπίτι χωρίς να κάνει τίποτα πήγε στο παζάρι να βοηθήσει τον θείο του.
-Καλώς τον Τάκαρο . ( Όταν ήταν να προσφέρει βοήθεια ο Τάκης έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις στα μάτια του θείου )
-Θείε πως πάει η αγορά ;
-Άσε ρε Τάκαρε έχω πάθει ζημιά , τα βλέπεις ετούτα τα πασουμάκια με τα γουνάκια ( σε μια γωνιά είχε καμιά εικοσαριά ζευγάρια πασουμάκια που είχαν απάνω γούνινα σχέδια με διάφορα ζώα ) δεν ξέρω πως την πάτησα και τα αγόρασα, 30 χρόνια έμπορος και δεν έχω πουλήσει ούτε ένα, θα μπω μέσα με τούτα .
Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε στην κάτω γωνία της λαϊκής η Νασούλα. Η Νασούλα ήταν κανονικά ένας τεράστιος αρκουδωτός Θανάσης οποίος παρά την έντονη τεστοστερόνη που μαρτυρούσε η πλούσια ακόμα τριχοφυΐα του, αυτός ήταν φανατικός οπαδός της γυναικείας φύσης. Και προσπάθησε με τα μέσα που πρόσφερε η τότε εποχή να γίνει θηλυκό ή τουλάχιστον έτσι να φαίνεται μέσα στις τεράστιες σωματικές του διαστάσεις . Κατά κάποιο τρόπο τα κατάφερε με τις θηλυκές του επιθυμίες , παράτησε το γιαπί το πηλοφόρι και έπιασε δουλειά στα «μπουκάλια» στο σταθμό
-Ποια μπουκάλια;
-Εμείς έτσι λέγαμε τότε συνθηματικά τα πορνεία πιο κάτω από το Σιδηροδρομικό Σταθμό.
-Α!!!
-Έγινε λόγω σωματικού όγκου προστάτης ενός οίκου ανοχής και λόγω επιθυμίας και τσαχπινιάς ας πούμε «διευθύνων γραμματέας».
-«Τσατσά» θέλεις να πεις παππού !!!
-Ε αφού τα ξέρεις γιατί μου κάνεις τον ανήξερο;
-Δεν τα ξέρω και όλα!!!
Φτάνοντας στην κάτω γωνία της λαϊκής αγοράς η Νασούλα μαζί με ένα «κορίτσι» παροχής υπηρεσιών ηδονών αντιλαμβάνονται τον Τάκαρο να πουλάει παπούτσια. Ο Τάκαρος περπατημένος στην νύχτα, γνώριζε και την «γραμματέα» και το «κορίτσι» και ανταλλάσσουν ματιές. Ο θείος ενώ κοιτούσε μαραζωμένος τα απούλητα πασουμάκια, με την άκρη του ματιού του πιάνει τον Τάκαρο να έχει απλώσει επικοινωνιακές ματιές μαζί τους.
-Τακούλη ( τώρα που μπήκε «η καθώς πρέπει» ηθική του θείου στην μέση ο Τάκαρος έγινε Τακούλης μίκρυνε) εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με τέτοια παράσιτα της κοινωνίας , αυτές τις βρωμερές βδέλλες ( ενώ τα μάτια του διαπερνούσαν τα πόδια του «κοριτσιού» και πάνω από την μίνι φούστα που φορούσε) αυτές τις βδέεελλες μουρμούρισε ( ενώ η λίμπιντο του είχε πάρει την ανηφόρα) . Εμείς Τακούλη μου πρέπει να κρατήσουμε την ηθική και τις αξίες μας. ( Με τα μάτια την είχε γδύσει την κοπέλα ). Ούτε να τους βλέπω δεν θέλω μπροστά στα μάτια μου και μπροστά στον πάγκο μου.
Πριν τελειώσει την τελευταία του κουβέντα ο Τάκαρος είχε βγει μπροστά από τον πάγκο , φιλάει την Νασούλα και το «κορίτσι», ο θείος είχε αναψοκοκκινίσει και από θυμό και από ηδονή .
-Καλή ανάσταση να χουμε κορίτσια . ( Είπε ο Τάκης)
Αυτό το «κορίτσια» που είπε ούτε η καλύτερη ριζική αποτρίχωση να ήταν για την αρκουδωτή Νασούλα , «έλιωσε» στην κυριολεξία.
-Βγήκαμε να πάρουμε κανένα δώρο για τα κορίτσια , Πάσχα έρχεται, ο Χριστούλης για όλους σταυρώθηκε!!! ( Είπε το «κορίτσι»).
Το μυαλό του Τάκη, (Τάκαρου ή Τακούλη ανάλογα με την περίσταση) πήρε φωτιά, αλλά ο θείος ήταν έτοιμος να χιμήξει και να διώξει τα «παράσιτα» που δεν μπορούσε να βλέπει, αλλά έμεινε στήλη άλατος όταν άκουσε τον Τάκαρο να λέει
-Ρε κορίτσια έχω κάτι πασουμάκια άλλο πράγμα!!!! ( και τους δείχνει τα απούλητα με τα γούνινα ζωάκια )
-Α τέλεια είναι!!! ( Είπε όλο νάζι και τσαχπινιά η Νασούλα . ο Τάκαρος τα έχασε γιατί αν ο Νάσος ήθελε για τον εαυτό του δεν υπήρχε νούμερο 45 πασουμάκι) θα πάρουμε για όλα τα κορίτσια ….μωρή θυμάσαι νούμερα; ( Η καρδιά του Τάκαρου ξαναπήρε κανονικούς παλμούς) Ρε αγόρι πόσο πάει το ζευγάρι ;
Η τιμή τους ήταν 30 δραχμές το ζευγάρι αλλά ο Τάκαρος είχε και αυτός το εμπορικό δαιμόνιο μέσα του και του είπε πανωτίμια
-Τι ;
-Πανωτίμια δηλαδή τους έδωσε παραπάνω τιμές
-Κορίτσια κάνουνε 65 δραχμές το ζευγάρι αλλά αν τα πάρετε όλα θα κανονίσω με τον θείο για 50 το ζευγάρι. ( Ο θείος παρακολουθούσε την σκηνή βουβός και ακίνητος, σαν τερματοφύλακας που περιμένει το πέναλτι που θα κρίνει τον τελικό ).
-Ναι αγόρι θα τα πάρουμε όλα.
Και βγάζει ο Νάσος 20 πενηντάρικα και τα δίνει στον Τάκαρο. Ο θειος σαν παραγιός που του έβαλε τις φωνές το αφεντικό με πολύ βιαστικές κινήσεις τύλιγε σε χαρτιά και σακούλες τα πασουμάκια που ήταν μέχρι πριν λίγο απούλητα .
Όταν έφυγαν «τα κορίτσια» ο Τάκαρος κρατούσε στην παλάμη τα είκοσι πενηντάρικα σαν τζογαδόρος που έπαιξε τα ρέστα του, έριξε μια απεγνωσμένη ζαριά και έφερε εξάρες.
-Λοιπόν τι έχεις να πει τώρα για τα «παράσιτα» θείε που δεν θέλεις να βλέπεις στα μάτια σου;
Ο θείος είχε βουτήξει τα λεφτά και τα έκρυψε κάτω από τον πάγκο.
-Τάκαρε (μεγάλωσε ξανά ο Τάκης) τα λεφτά δεν έχουν μάτια !!!!
*Στην δημιουργία της σημερινής ιστορίας βοήθησαν οι στίχοι του Χρήστου Δευτέρα βράδυ, με ελαφρά παραλλαγή και μια εφηβική ιστορία που μου είπε ο Σώτος και οι δυο είναι τακτικοί τροφοδότες «της απέναντι όχθης» σε ατάκες και ιστορίες φυτίλια της φαντασίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου