Κοινωνία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Σκίτσο - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Τοπική Αυτοδιοίκηση - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση

Σας περιμένουμε στην ηλεκτρονική μας έκδοση
Επισκεφθείτε ΤΩΡΑ το site του ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ. www.anagnostis.org. Κλικ στην εικόνα

10/3/11

Φοβάμαι την φαντασία μου…

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου


Παππούς και εγγονός έπιναν το καφεδάκι του στην αίθουσα αναχωρήσεων του αεροδρομίου. Σε λίγο φεύγει ο Πετράν για Αγγλία να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο παππούς κοίταζε με θαυμασμό από το παράθυρο προσγειώσεις και απογειώσεις των αεροπλάνων .

-Α ρε Πετράν πόσο θα ήθελα να μάθω να πετάω ένα αεροπλάνο ακόμα και τώρα στα τελευταία μου, αλλά γέρασαν και οι ικανότητες μαζί με την μνήμη.

-Παππού ποια θεωρείς την καλύτερη και ποια την χειρότερη ικανότητα του ανθρώπου.

-Η ίδια που είναι η καλύτερη είναι και η χειρότερη.

-Ποια είναι παππού;

-Η θαυμάζω και φοβάμαι την φαντασία του ανθρώπου. Όταν ήσουν κοντά πέντε χρονών, ένα βράδυ δεν μπορούσες να κοιμηθείς. Κάθε δέκα λεπτά φώναζες τον πατέρα σου στο δωμάτιο σου. Πέτρο δεν υπάρχουν δεινόσαυροι στο ταβάνι, σκιές είναι από το φωτιστικό σου είπε. Αυτό σου λέω μπαμπά, του απάντησες, φοβάμαι την φαντασία μου.

Ο Πέτρος ήξερε ότι όταν ο παππούς έλεγε μια ατάκα από πίσω ήταν δεμένη μια άσχετη ιστορία. Όπως έλεγε ο παππούς άμα κάνω φασαρία τα λόγια στο μυαλό μου τα θυμάμαι καλύτερα.

Ο παππούς πήρε εκείνο το γνωστό χαρακτηριστικό λοξό χαμόγελο ικανοποίησης όταν του δινόταν η ευκαιρία να ζωντανέψει κάποια παλιά ιστορία. Ήπιε μια ρουφηξιά καφέ σαν να έβαζε καύσιμο στην μνήμη και ξεκίνησε το ταξίδι στις εικόνες του μυαλού του.

-Λοιπόν άκου, ο Γιώργος στο Ορεινό Χωριό παντρεύτηκε με αγάπη και πάθος την Τούλα. Καλό παιδί και δουλευτής ,δουλειά του ήταν η παραγωγή η εμπορία κρέατος και η μεγάλη ταβέρνα που κρατούσε στο χωριό. Η Τούλα ήταν μάλλον το πιο τυχερό κορίτσι του χωριού με τον γάμο που έκανε. Τα πρώτα χρόνια το γάμου τους ήταν ονειρικά αλλά ήρθαν τα παιδιά , οι υποχρεώσεις μεγάλωσαν η ζωή δυσκόλεψε. Από την φλόγα που έβγαζε το τζάκι της αγάπης τους ζεσταίνονταν και άλλοι τώρα. Η Τούλα δεν είχε κανένα παράπονο ή σχεδόν δεν είχε παρά μόνο ένα μικρό, ποτέ δεν γιόρτασε την επέτειο του γάμου τους. Παντρεύτηκαν την ημέρα του μεγάλου πανηγυριού του χωριού. Αλλά εκείνες τις ημέρες δεν ήταν να του μιλάς του Γιώργη. Ζωντανά για σφάξιμο, κρέατα για πούλημα, κρέατα για ψήσιμο, πελάτες μέσα, πελάτες έξω, δούλευε σα να είχε οχτώ χέρια. Μέσα στον πανικό αυτών των ημερών το μόνο που δεν μπορούσε να ζητήσει η Τούλα ήταν να γιορτάσει την επέτειο του γάμου τους.

Είκοσι χρόνια γάμου είχαν περάσει αλλά το μικρό παραπονάκι της Τούλας πάντα ξύπναγε όταν ξεκινούσαν οι προετοιμασίες για το μεγάλο πανηγύρι.

Στα είκοσι χρόνια του γάμου λοιπόν παραμονές του μεγάλου πανηγυριού ο Γιώργης μπήκε σίφουνας μέσα στο σπίτι του. Από πάνω ήταν το σπίτι και από κάτω το μαγαζί, μόλις είχε ξεμπερδέψει με κάτι άδειες που χρειάζονταν από το κτηνιατρείο.

Με μαεστρία ταχυδακτυλουργού έβγαζε και έβαζε ταυτόχρονα ρούχα για να κατέβει στην δουλειά. Τυφλωμένος από την αγωνία να τα προλάβει ούτε που κατάλαβε ότι πέρασε δίπλα από την γυναίκα που ανέβαινε στον πάνω όροφο, να μαζέψει κάτι δουλειές του σπιτιού και να κατέβει να τον βοηθήσει.

Καθώς μάζευε τα ρούχα του Γιώργου ένα μικρό κουτάκι έπεσε κάτω στο πάτωμα. Το παίρνει στα χέρια της και βλέπει ότι ήταν ένα μικρό κουτί από το πιο γνωστό κοσμηματοπωλείο της πόλης. Ο Γιώργος της ποτέ δεν είχε πάει σε τέτοιο μαγαζί , ποτέ δεν είχε αγοράσει χρυσαφικό μέχρι τώρα. Η τηλεόραση εκείνη την ώρα έπαιζε ένα από εκείνα τα σήριαλ που όλοι ερωτεύονται και όλοι μισούν όλους. Το μάτι της έπεσε στο γυαλί που εκείνη την στιγμή μετάφραζε σαν την χειρότερη ρουφιάνα .

-Ζανέτ νομίζω ότι με απατάει, τα ρούχα του μυρίζουν ξένο άρωμα και βρήκα και ένα μονόπετρο στο σακάκι του.

Τα φαντάσματα της φαντασίας είχαν αρχίσει να δουλεύουν .Σαν τον Ρεξ το λυκόσκυλο της δίωξης ναρκωτικών έπεσε πάνω στα ρούχα η Τούλα, ξένη μυρωδιά δεν βρήκε, το μόνο ένοχο στοιχείο ήταν μια μακριά μαύρη τρίχα.

-Κατίνα νομίζω ότι με απατάει, βρήκα μια μαύρη τρίχα και ένα καλό δαχτυλίδι.

Η Κατίνα φίλη της Τούλας με διδακτορικό στο κουτσομπολιό έριξε λίγες σταγόνες νερού στην φωτιά και πολύ λάδι.

-Τρίχα χωρίς ξένο γυναικείο άρωμα δεν μου λέει και πολλά πράγματα, αλλά το δαχτυλίδι ( η Κατίνα κράτησε εκείνη την παύση φωνής που κρατούν οι ένορκοι πριν την ανακοίνωση της ετυμηγορίας ) ….και από ποιον από τον Γιώργη , τις μέρες του πανηγυριού … αυτός ούτε λουλούδι δεν έχει αγοράσει για κηδεία … δεν είναι καλό σημάδι Τούλα μου.

-Ρε Τούλα θα ρθεις να με βοηθήσεις ( έβγαλε ένα ουρλιαχτό βοήθειας από τον κάτω όροφο ο Γιώργης, η Κατίνα άκουσε μέσα από το ακουστικό του τηλεφώνου τις φωνές συνέχισε τις προσφορές λαδιού στην φωτιά που άναψε το δαχτυλίδι )

-Έχει και νευράκια ο Ρωμαίος;

-Κατινάκι πρέπει να σε κλείσω γιατί έχουμε και τα τρεχάματα με το πανηγύρι

-Μάλλον Τούλα μου σου το έκανε το πανηγύρι ( η τελευταία σταγόνα λάδι στην φωτιά για να φουντώσει η φαντασία της Τούλας).

Η Τούλα κατέβηκε στο μαγαζί σαν ψητή πιπεριά Φλωρίνης, από όποια γωνία και να την έβλεπες ήταν κατακόκκινη, όπου και να την άγγιζες θα έβγαζε καπνούς.

Ο Γιώργης ήταν πεσμένος στα τέσσερα, μισός μέσα στο μεγάλο ψυγείο, μισός έξω , γύρω του καφάσια με μπύρες και αναψυκτικά που έπρεπε να μπουν μέσα για να παγώσουν, η μισή επιτυχία του πανηγυριού ήταν η καλοπαγωμένη μπύρα.

Κατάλαβε ότι πλησίαζε η Τούλα αλλά δεν γύρισε να την δει

-Άντε ρε Τούλα να με βοηθήσεις να τελειώνω με τα ποτά.

Σαν επιδέξιος δισκοβόλος είχε φέρει το αριστερό του χέρι πίσω από την πλάτη του, περίμενε με τυφλή αίσθηση τον λαιμό του μπουκαλιού στην παλάμη με γρήγορη μεταφορά στο δεξί έχτιζε μέσα τα παγωμένα και το αριστερό ξανά έτοιμο για το επόμενο μπουκάλι.

-Ρε Τούλα μήπως βρήκες ένα δαχτυλίδι απάνω;

-Ναι Γιώργη βρήκα!!! ( τα φαντάσματα της φαντασίας της την είχαν κάνει Βεζούβιο έτοιμη ήταν η μπύρα να του την φέρει στο κεφάλι)

-Δικό σου είναι!!!!

Της πέφτει η μπύρα κάτω, πετάγεται ο Γιώργης απάνω να μην κοπεί από τα γυαλιά αλλά και να μην λερωθεί και ρίχνει δυο μεγάλες βλαστήμιες, η Τούλα βάζει τα κλάματα και πάει απάνω. Ο Γιώργης στενοχωρήθηκε γιατί βλαστήμησε αλλά δεν κατάλαβε τα κλάματα της Τούλας, δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που τον άκουγε να βλαστημάει. Η Τούλα σε χρόνο μηδέν είχε πάρει τηλέφωνο το Κατινάκι να την προλάβει πριν ξεκινήσει την αναμετάδοση των ειδήσεων στο απογευματινό δελτίο καφέ.

-Κατινάκι μου για μένα ήταν το δαχτυλίδι, επέτειο έχουμε αύριο είκοσι χρόνια γάμου βρεεεε!!! ( Πάλι τα φαντάσματα της φαντασίας έκαναν την δουλειά τους)

-Αα ..

Μόνο αυτό πρόλαβε να πει και της έκλεισε το τηλέφωνο η Τούλα και κατέβηκε να βοηθήσει τον καλό της που ήταν πάλι χωσμένος μισό μέσα μισός έξω στο ψυγείο.

Η Τούλα σαν ερωτευμένη γάτα του πέφτει στην πλάτη και του δίνει ένα παθιασμένο φιλί. Παρά λίγο ο Γιώργης να γκρεμίσει όλα τα μπουκάλια που είχε με τόσο κόπο χτίσει.

-Καλά ρε Τούλα τι έπαθες;

Δούλεψαν όλο το βράδυ με τρομερό κέφι και οι δύο. Μετά τα μεσάνυχτα ανέβηκε στον πάνω όροφο ο Γιώργης , πολύ κουρασμένος αλλά και πολύ χαρούμενος γιατί πήγε καλά η δουλειά. Ξαφνιάστηκε όταν είδε την Τούλα κεφάτη με την δαντελωτή νυχτικά της , το μπάνιο μισοφωτισμένο με κεριά , αρώματα στο χώρο μια αισθησιακή ατμόσφαιρα που του ξύπνησε τα μνήμες από το πρώτα χρόνια του έρωτα τους. Αφέθηκε στις περιποιήσεις της Τούλας. Το πρωί τον περίμενε καφές και πρωινό στο κρεβάτι.

-Τούλα τι πράγματα είναι αυτά, κλάματα, φιλιά, παθιασμένες αγάπες, πρωινό…

-Με συγκίνησες Γιώργη με το δαχτυλίδι.

Ο Γιώργης με μόλις το άκουσε πέφτει στα τέσσερα και κρατούσε την κοιλιά του με τα χέρια από τα δυνατά γέλια . Μέσα σε δυνατά τρανταχτά γέλια το μόνο που έλεγε ήταν

-Το δαχτυ ( σχεδόν λιποθυμούσε από το γέλιο) …. το δαχτυλίδι … το δαχτυλίδι

-Δεν κατάλαβε ρε Γιώργη πέρασες άσχημα χθες βράδυ; ( Τα φαντάσματα της φαντασία πάλι έκαναν την δουλειά τους)

-Όχι το δαχτυλίδι …. ( Ο Γιώργης δεν μπορούσε να συνέλθει από τα γέλια)

-Λέγε λοιπόν.

-Το δαχτυλίδι μου το έδωσαν οι αδελφές σου για τα είκοσι χρόνια γάμου που κλείσαμε.

-Αααα !!!;;;;

Ήταν το μόνο που είπε η Τούλα, κατάλαβε τα παιγνίδια που της έπαιξε η φαντασία έβαλε τα γέλια και αυτοί . Αγκαλιασμένοι συνέχισαν το πρωινό τους στο κρεβάτι .

-Κατάλαβες Πετράν όταν παιδάκι μας είπες φοβάμαι την φαντασία μου τι μεγάλη αλήθεια είπες.

-Οι επιβάτες της πτήσης Α 423 καλούνται στην έξοδο Β (Είπε η φωνή των μεγαφώνων) .

Από κάποιο κινητό που το καλούσαν ακούστηκε αντί για ήχος κλήσης το τραγούδι με την φωνή του Γιώργου Νταλάρα «Δεν φταις εσύ η φαντασία μου τα φταίει»

Παππούς και εγγονός καθώς ήταν αγκαλιασμένοι ξέσπασαν σε γέλια , ο ιδιοκτήτης του κινητού κοιτούσε απορριμμένος, δυο ξένους να γελούν και να κοιτούν το κινητό του, και να δυναμώνουν ασυγκράτητοι τα γέλια τους .

-Δεν φταις εσύ η φαντασία μας τα φταίει …. ( Του είπε ο παππούς σκασμένος στα γέλια και ο άλλος απομακρύνθηκε τρομαγμένος, στο βάθος του διαδρόμου ο Πετράν περνούσε την Πύλη Β και χαιρετούσε γελώντας τον παππού του)

*Η ατάκα «φοβάμαι την φαντασία μου» ανήκει στον γιό μου Χαράλαμπο.

Υγεία - ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ | on line Εφημερίδα | www.anagnostis.org | ΑΡΓΟΛΙΔΑ