Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Η γυναίκα άκουσε το πρώτο χτύπημα του ρολογιού,
σηκώθηκε αθόρυβα να ετοιμάσει το πρωινό των παιδιών της και τους δυο καφέδες
για εκείνη και τον άντρα της. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον καθρέπτη του
μπάνιου, της φάνηκε ότι είδε κάποια ξένη στον καθρέπτη. Οι τελευταίοι μήνες της
είχαν προσθέσει ρυτίδες και μια θαμπάδα στα μάτια. Περνώντας από το δωμάτιο των
παιδιών της έτσι όπως τα είδε να κοιμούνται αγκαλιασμένα το κάθε ένα με το
αγαπημένο του κουκλί, ένα πεισματάρικο εφηβικό χαμόγελο διαγράφθηκε στα χείλη της.
-Έτοιμο το πρωινό,
σηκωθείτε αφέντες. ( Φώναξε περνώντας άλλη μια φορά τον διάδρομο του σπιτιού.
Παρά το παιγνιδιάρικο τόνο στην φωνή και το χαμόγελο στα χείλη, πάλι στο είδωλο
του καθρέπτη στο μπάνιο, την κοιτούσε μια άλλη.)
-Μαμά φοβερή αυτή η
μαρμελάδα , που την αγόρασες ;
-Στο σούπερ μάρκετ που
αλλού; ( Απάντησε στην κόρη της, με ένα
παράξενο τρέμουλο στην φωνή.)
-Θα μας πάρεις πάλι την
ίδια ;
-Άμα μου δώσ…. βρω και
βέβαια. (Μια υγρασία σαν δάκρυ πέρασε από τα μάτια της, αντάλλαξε ένα βλέμμα
συνωμοτικής απελπισίας με τον άνδρας της. Εκείνος διάβαζε μια εφημερίδα
προηγούμενων ημερών.)
-Μπαμπά πάλι την ίδια
εφημερίδα διαβάζεις;
-Ναι (απάντησε,
ξαφνισμένος από την παρατηρητικότητα του γιού του) είναι κάποια οικονομικά
άρθρα που δεν πρόλαβα να διαβάσω. ( Τον χάιδεψε στο κεφάλι.)
-Μπαμπά τα χέρια σου
έχουν γίνει λίγο άγρια, το πρόσεξες;
-Δεν στο είπα ότι
ξεκίνησα και πρόγραμμα γυμναστικής, δεν μου αρέσει να φοράω εκείνα τα γάντια
για τα βάρη και φαίνεται ότι αγρίεψαν
λίγο. Και σήμερα θα πάω, δεν βλέπεις έχω πάρει και τις φόρμες μου μαζί.
( Και πάλι αντάλλαξε ένα γρήγορο βλέμμα με την γυναίκα του χωρίς να καταλάβουν
τίποτα τα παιδιά.)
-Μαμά τι σούπερ μεσημεριανό
θα ετοιμάσεις;
-Και αυτό το μεσημέρι θα
δοκιμάσετε τις γευστικές εκπλήξεις της
σούπερ μαμάς. (Και μοίρασε ένα μεγάλο χαμόγελο στα παιδιά της, τα οποία
ετοιμάστηκαν να φύγουν για το σχολείο.)
-Τελικά εμείς μάλλον πρέπει να πάμε για Όσκαρ
ερμηνείας ( της είπε ο άντρας της ενώ ετοιμαζόταν να φύγει).
-Καμιά φορά η εικονική
πραγματικότητα σε λυτρώνει από την σχιζοφρένεια.
Ο άντρας προσπέρασε το
παρκαρισμένο αυτοκίνητο του , κάποια πιτσιρίκια είχαν γράψει με μελάνι την
σκόνη «θέλω πλύσιμο» , είχε μείνει για πολλές μέρες σταθμευμένο και ακούνητο.
-«Θέλω βόλτα» έπρεπε να
λέει κανονικά ( μονολόγησε ο άντρας και πήγε στην στάση του λεωφορείου).
Κατέβηκε στο κέντρο της
πόλης. Σε ένα ταχυφαγείο γνωστής αλυσίδας μπήκε στις τουαλέτες και άλλαξε τα
ρούχα του. Τα ρούχα της δουλειάς είχαν μπει στο σάκο με τα ρούχα της
γυμναστικής. Βγήκε έξω, από ένα μικρό πουλμανάκι του χτύπησαν την κόρνα
συνθηματικά.
-Ευτυχώς έχει και σήμερα μεροκάματο(
μουρμούρισε με ανακούφιση).
-Καλημέρα αφεντικό (είπε στον οδηγό ) τι έχει για σήμερα το
κατάστημα;
-Άρση βαρών, μια μεγάλη
πολυεθνική έκλεισε και πουλά τον εξοπλισμό της, κάποια άλλη εταιρεία τα αγόρασε
. Θα έχουμε δουλειά για όλη την εβδομάδα!!!
-Ξέρεις ποια είναι αυτή η
εταιρεία ;
-Και βέβαια ξέρω η ΠΙΞΙ ,
έπεσε έξω λένε , άφησε και απλήρωτους για μήνες του εργαζόμενους.
Τον άντρα τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Η ΠΙΞΙ ήταν ή
εταιρεία στην οποία δούλευε μέχρι πριν λίγους μήνες ως τμηματάρχης. Με μια
ψυχρή ανακοίνωση του έδωσαν την απόλυση του και βρέθηκε στους πέντε δρόμους
ξαφνικά. Δεν το έβαλε κάτω. Όταν είδε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα με το
αντικείμενο που σπούδασε, ηλεκτρονικές τηλεπικοινωνίες πήγε σε ένα παιδικό φίλο
που είχε γραφείο μεταφορών και μετακομίσεων για να ζητήσει δουλειά.
-Φίλε δουλειά έχω να σου
δώσω αλλά δεν είναι για σένα εσύ είσαι μαθημένος αλλιώς.
-Μαθαίνω γρήγορα μην
ανησυχείς.
-Μα και τα λεφτά είναι
λίγα και η δουλειά βαριά.
-Θα πεινάσουν τα παιδιά
μου, είναι ανάγκη σου λέω.
-Είκοσι πέντε ευρώ το
μεροκάματο και κάποια ένσημα το μήνα όπου φαινόμαστε.
-Σε ευχαριστώ πολύ.
Έτσι ο άντρας έπιασε δουλειά στην εταιρεία του παιδικού του
φίλου. Δεν βρήκε όμως το κουράγιο να πει την αλήθεια στα παιδιά του. Κάθε πρωί
ντυνόταν τμηματάρχης της ΠΙΞΙ , και στην τουαλέτα του ταχυφαγείου άλλαζε σε
μεταφορέα. Ευτυχώς που του ήρθε η ιδέα και δικαιολόγησε τα ροζιασμένα χέρια του
με την απογευματινή γυμναστική που δήθεν έκανε. Γιατί πολλές φορές η δουλειά
ξεπερνούσε το συνηθισμένο οχτάωρο χωρίς όμως η αμοιβή να ξεπερνά τα είκοσι
πέντε ευρώ.
Η γυναίκα στο σπίτι
κοίταξε το ρολόι 10:30 .
-Ώρα να πάω για τα ψώνια
( μονολόγησε και πάλι μια υγρασία κύλησε από τα μάτια της, πήγε στο ντουλάπι
της κουζίνας και πήρε μερικές σακούλες γνωστής αλυσίδας υπερκαταστημάτων σε μια
από αυτές έβαλε μέσα μια μικρή κατσαρόλα).
Με αργά βήματα και βαθιές ανάσες παγωμένου αέρα έφτασε στο
προαύλιο της εκκλησίας . Εκεί ο παπά- Γιώργης είχε οργανώσει το ημερήσιο συσσίτιο
και το κοινωνικό παντοπωλείο. Χωρίς να βγάλει τα μαύρα γυαλιά της έδειξε την
κάρτα της στους υπεύθυνους του κοινωνικού παντοπωλείου και έβαλε στις τσάντες
της ότι της αναλογούσε να πάρει. Πέρασε στην διπλανή αίθουσα έβγαλε την
κατσαρόλα της και πήρε το φαγητό της ημέρας. Με τον ίδιο βηματισμό κρατώντας τα
«ψώνια» της πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Άφησε τις σακούλες με τα «ψώνια» στον πάγκο της κουζίνας και ασχολήθηκε με το
φαγητό της. Στο φαγητό του συσσιτίου με μικρές τροποποιήσεις λίγο κρεμμύδι,
λίγο λεμόνι, κάποιον αυτοσχεδιασμό σάλτσας του έδινε άλλη γεύση, ήταν το «δικό»
της φαγητό. Τα παιδιά γεύονταν την μαγειρική της τέχνη χωρίς να έχουν καταλάβει
ότι εδώ και μήνες τρέφονταν από το συσσίτιο της εκκλησίας.
-Μαμά είσαι η
καλυτερότερη (!!!) μαμά του κόσμου.
-Καλά και τώρα το
θυμήθηκες που σερβίρω ; Γιατί το λες, τι έγινε;
-Μα μου έκανες το χατίρι.
-Ποιο χατίρι;
-Μου αγόρασες την ίδια
μαρμελάδα . ( Το βλέμμα της μητέρας πάγωσε για μια στιγμή, κοίταξε γρήγορα την
σακούλα , ευτυχώς είχε ξαναβάλει στο πορτοφόλι της την κάρτα του κοινωνικού
παντοπωλείου.)
-Ε μα μπορούσα να το
ξεχάσω ( και αμέσως εισπράττει ένα γλυκό φιλί από την μικρή).
-Καθίστε να φάμε να δούμε
αν το πέτυχα και σήμερα το φαγητό.
-Θα αργήσει ο μπαμπάς;
-Θα πήγε και από το
γυμναστήριο για να χαλαρώσει ποιος ξέρει.
Ο άντρας με ανάμεικτα συναισθήματα δούλεψε στο έρημο κτήριο της επιχείρησης που αφιέρωσε
τα καλύτερα χρόνια της ζωής του. Δούλεψαν σκληρά και άδειασαν έναν ολόκληρο
όροφο. Στην εταιρεία που τον απόλυσαν με τον πιο απαίσιο τρόπο έβγαζε μερικά
μεροκάματα με απλήρωτες υπερωρίες, μεταφέροντας τον εξοπλισμό της σε κτήριο άλλης
εταιρείας. Το πουλμανάκι της εταιρείας τον άφησε έξω από το ταχυφαγείο. Ακολούθησε η αντίστροφη διαδικασία. Έβγαλε τα
ρούχα της δουλειάς με την οποία κέρδισε το μεροκάματο για να φορέσει τα ρούχα
της δουλειά που τον απέλυσαν. Η μοναδική πολυτέλεια που επέτρεπε στον εαυτό του
ήταν ένα δεκάλεπτο καφεδάκι χαζεύοντας από το γυάλινο παράθυρο του ταχυφαγείου
την πλατεία. Σε κάποιο τραπέζι συνήθως εύρισκε και εφημερίδα που άφηνε κάποιος
προηγούμενος πελάτης.
-Τελικά έχει δίκιο η
γυναίκα μου ζούμε σε μια εικονική πραγματικότητα. Αλλά γιατί; Για να αντέξουμε ή να αποφύγουμε την
πραγματική πραγματικότητα;
*Η ιστορία είναι
φανταστική αλλά αφορμή στάθηκαν γεγονότα της πραγματικότητας που μας περιβάλει.
Άνθρωποι ζούνε μέσα σε σπηλιές λίγα μέτρα από τον «αστικό πολιτισμό» . Άνθρωποι
τρέφονται από τα συσσίτια του δήμου ή της εκκλησίας και βάζουν το φαγητό και
την βοήθεια του κοινωνικού παντοπωλείου μέσα σε σακούλες υπερ καταστημάτων για
να πείσουν τους δικούς τους ότι ψώνισαν. Άνθρωποι ξεκινούν ντυμένοι με τα ρούχα της δουλειάς που τους
έδιωξαν, αλλάζουν ρούχα στην διαδρομή και αναζητούν όσο - όσο ένα ανασφάλιστο
μεροκάματο του δρόμου και του τρόμου. Σίγουρα είναι μεγάλη η βοήθεια που
προσφέρουν ανακουφιστικά τα συσσίτια και τα κοινωνικά παντοπωλεία σε μεγάλες
ομάδες των συμπολιτών μας. Όμως για να μην οδηγηθούμε σε μια εικονική
πραγματικότητα, η οποία θα μας οδηγήσει σύντομα σε μεγαλύτερο αδιέξοδο πρέπει
να αντιμετωπίσουμε τις πραγματικές αιτίες που οδήγησαν τον κόσμο στα συσσίτια
και στα κοινωνικά παντοπωλεία. Αν δεν αλλάξουμε τις διαδικασίες εργασίας παραγωγής και διανομής του συλλογικού πλούτου
τα κοινωνία παντοπωλεία δεν αντέχουν για όλους μας ….. ενώ η παραληρηματική
φυγή από την πραγματικότητα ίσως είναι το πιο φτηνό και αδιέξοδο ταξίδι της
υποταγής…
**Ο άντρας και η γυναίκα δεν έχουν όνομα , είναι
ο καθένας μας απρόσωπος στην εικονική πραγματικότητα που έσπρωξε την ζωή του.
Στον Ελληνικό τρόπο για να λειτουργήσεις ως πρόσωπο μόνο ένας δρόμος υπάρχει,
να φανερώσεις να αληθεύεις την μοναδικότητα σου μέσα στην κοινότητα . Στην
συλλογική δράση διασώζεις την προσωπική σου διαδρομή. Με συλλογική ρήξη και
ανατροπή πολεμιέται η εικονική πραγματικότητα. Αλλιώς περίμενε μόνος σου να σου λαλήσει καλημέρα ο τσίγκινος
κόκορας….
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου